-
1 κυβερνητικος
31) способный управлять кораблем(νοῦς καὴ ἀρετή Plat.)
; сведущий в кораблевождении, умеющий управлять(κυβερνήτης Plat.)
2) посвященный искусству кораблевождения(γράμματα Plut.)
-
2 κυβερνητικός
η, ό[ν] правительственный;κυβερνητικόςή ανακοίνωση — правительственное сообщение;
κυβερνητικόςοί βουλευτές — депутаты правящей партии;
κυβερνητικόςοί κύκλοι — правительственные круги
-
3 κυβερνητικός
[кивэрнитикос] ас. правительственный. -
4 επίτροπος
ο1) опекун; 2) управляющий, заведующий;επίτροπος ναού — церковный староста;
3) комиссар; уполномоченный; представитель;του λαού — народный комиссар;βασιλικός (κυβερνητικός) επίτροπος — королевский (правительственный) комиссар;
επίτροπος στρατοδικείου — военный прокурор;
επισκοπικός ( — или αρχιερατικός) επίτροπος — наместник епископа
См. также в других словарях:
κυβερνητικός — good at steering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικός — ή, ό (AM κυβερνητικός, ή, όν) [κυβερνώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση, στη διοίκηση ανθρώπων ή πολιτείας 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διακυβέρνηση πλοίου («ναυτικὸν μὲν καλοῡντας και κυβερνητικὸν και ἐπιστάμενον τὰ κατὰ… … Dictionary of Greek
κυβερνητικός, -ή — ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση: Αυτή είναι η κυβερνητική πολιτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυβερνητικά — κυβερνητικός good at steering neut nom/voc/acc pl κυβερνητικά̱ , κυβερνητικός good at steering fem nom/voc/acc dual κυβερνητικά̱ , κυβερνητικός good at steering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικῶν — κυβερνητικός good at steering fem gen pl κυβερνητικός good at steering masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικόν — κυβερνητικός good at steering masc acc sg κυβερνητικός good at steering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικώτατον — κυβερνητικός good at steering masc acc superl sg κυβερνητικός good at steering neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικαί — κυβερνητικός good at steering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικοί — κυβερνητικός good at steering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικοῦ — κυβερνητικός good at steering masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητικωτάτου — κυβερνητικός good at steering masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)