Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κυανῶπις

См. также в других словарях:

  • κυανώπις — κυανῶπις, ιδος, ἡ (Α) βλ. κυανώπης …   Dictionary of Greek

  • κυανῶπις — dark eyed fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανῶπι — κυανῶπις dark eyed fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανῶπιν — κυανῶπις dark eyed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανώπης — κυανώπης, ο, θηλ. κυανῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ. β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.) 2. (για πλοίο) κυανόπρωρος* («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν ἄγαγον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + ώπης (< ὤψ,… …   Dictionary of Greek

  • κυανώπιδα — κυανώ̱πιδα , κυανῶπις dark eyed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανώπιδας — κυανώ̱πιδας , κυανῶπις dark eyed fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανώπιδες — κυανώ̱πιδες , κυανῶπις dark eyed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανώπιδι — κυανώ̱πιδι , κυανῶπις dark eyed fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανώπιδος — κυανώ̱πιδος , κυανῶπις dark eyed fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανώπισιν — κυανώ̱πισιν , κυανῶπις dark eyed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»