Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κυανοχαῖτα

См. также в других словарях:

  • κυανοχαίτα — κυανοχαίτᾱ , κυανοχαίτης dark haired masc nom/voc/acc dual κυανοχαίτᾱ , κυανοχαίτης dark haired masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανοχαῖτα — κυανοχαίτης dark haired masc voc sg κυανοχαίτης dark haired masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανοχαίτης — κυανοχαίτης, ου, επικ. τ. και κυανοχαῑτα (Α) 1. (συν. ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο κυανοχαίτης τεῑχος ἐς ἀμφίχυτον Ἡρακλῆος θείοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για ίππο) αυτός που έχει μαύρη χαίτη 3. ως κύριο όν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»