-
21 μυοκτόνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυοκτόνος
-
22 νεόκτονος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόκτονος
-
23 ξενοκτόνος
ξενο-κτόνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξενοκτόνος
-
24 ξιφοκτόνος
ξῐφο-κτόνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξιφοκτόνος
-
25 οἰωνοκτόνος
οἰωνο-κτόνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰωνοκτόνος
-
26 παιδοκτόνος
παιδο-κτόνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδοκτόνος
-
27 παρθενοκτόνος
παρθενο-κτόνος, ον,A maiden-slaying, Lyc.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρθενοκτόνος
-
28 πατροκτόνος
πατρο-κτόνος, ον,A murdering one's father, parricidal, A.Th. 752 (lyr.), etc.; π. δίκη trial for parricide, S.Fr. 696; π. μίασμα the foul slayer of my father, A. Ch. 1028 : also in later Prose, Ph.2.73, Porph.Abst. 3.19.II χεὶρ π. a father's murdering hand, E.IT 1083.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατροκτόνος
-
29 Περσοκτόνος
Περσο-κτόνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Περσοκτόνος
-
30 πολυκτόνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυκτόνος
-
31 πρωτοκτόνος
πρωτο-κτόνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοκτόνος
-
32 Πυθοκτόνος
Πῡθο-κτόνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πυθοκτόνος
-
33 σαυροκτόνος
σαυρο-κτόνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαυροκτόνος
-
34 σκυλακοκτόνος
σκῠλᾰκο-κτόνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυλακοκτόνος
-
35 συοκτόνος
σῠο-κτόνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συοκτόνος
-
36 ταυροκτόνος
ταυρο-κτόνος, ον,II proparox. ταυρόκτονος, ον, [voice] Pass., killed by a bull, Ammon.Diff.p.129V.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταυροκτόνος
-
37 Τιτανοκτόνος
Τῑτᾱνο-κτόνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τιτανοκτόνος
-
38 τραγόκτονος
τρᾰγό-κτονος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγόκτονος
-
39 φαβοκτόνος
A dove killer, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαβοκτόνος
-
40 φονοκτόνος
φονο-κτόνος, ον,A murdering, slaughtering, Hsch. s.v. φονίαις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φονοκτόνος
См. также в других словарях:
κτόνος — κτόνος, ὁ (Μ) φόνος, θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε υστερογενώς κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε κτόνος*] … Dictionary of Greek
κτόνος — murder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
ζιζανιοκτόνος — α, ο 1. αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια 2. το ουδ. ως ουσ. το ζιζανιοκτόνο (φάρμακο) χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση τών ζιζανίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομο κτόνος … Dictionary of Greek
ζωοκτόνος — ο (Α ζῳοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αδελφο κτόνος, πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
θανατοκτόνος — θανατοκτόνος, ον (Α) αυτός που νικά τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. θηρο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek
θεοκτόνος — ο (AM θεοκτόνος, ον) αυτός που φονεύει ή φόνευσε τον θεό («τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός, Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. θηριο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek
θηλυκτόνος — θηλυκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει με χέρι γυναίκας («θηλυκτόνος Ἄρης» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. εντομο κτόνος, ζωο κτόνος] … Dictionary of Greek
θηριοκτόνος — θηριοκτόνος, ον (Μ) βλ. θηροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + κτονος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, εντομο κτόνος] … Dictionary of Greek
θηροκτόνος — θηροκτόνος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Ηρακλέους και τής Αρτέμιδος) αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα 2. φρ. «ἐν φοναῑς θηροκτόνοις» στο κυνήγι, Ευριπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. αλληλο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek
θυμοκτόνος — θυμοκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει την ψυχή, αυτός που φθείρει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. βροτο κτόνος, θηρο κτόνος] … Dictionary of Greek