-
1 κτιστή
-
2 κτιστῇ
-
3 κτίστη
-
4 κτίστῃ
Βλ. λ. κτίστη -
5 κτιστή
κτιστόςwrought: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 κτίστῃ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κτίστῃ
-
7 κτίστηι
κτίστῃ, κτίστηςfounder: masc dat sg (attic epic ionic) -
8 ἀγαθοποιί̈α
ἀγαθοποιί̈α, ας, ἡ (Ptolem., Apotel. 1, 18, 4 ed. FBoll-EBoer ’40; Vett. Val. 164, 17; Vi. Aesopi III p. 309, 8) engagement in doing what is good, doing good (TestJos 18:2 v.l. B-D-F §119, 1); together with other ἀγαθ-terms, ἀ. is part of the semantic field relating to the esteem in which Gr-Rom. persons of exceptional merit were held. κτίστῃ παρατίθεσθαι τὰς ψυχὰς ἐν ἀγαθοποιί̈ᾳ (v.l. ἀγαθοποιί̈αις) entrust their souls to the creator while (or by) doing good, which can be taken gener. or as meaning specif. acts (so, if pl.) 1 Pt 4:19; πόθος εἰς ἀ. a longing to do good 1 Cl 2:2—cp. 2:7; 33:1; πρόθυμος εἰς ἀ. eager to do good 34:2.—TW. Spicq. Sv.
См. также в других словарях:
κτιστῇ — κτιστός wrought fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστή — κτιστός wrought fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστη — κτίστης founder masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστῃ — κτίστης founder masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστηι — κτίστῃ , κτίστης founder masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
κοσμολάτρης — κοσμολάτρης, ὁ, θηλ. κοσμολάτρις, ιδος (Α) ο ειδωλολάτρης, αυτός που λατρεύει τα κτίσματα και όχι τον κτίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + λάτρης (< λάτρον «πληρωμή»] … Dictionary of Greek
κτιστικός — ή, ό (AM κτιστικός, ή, όν) [κτίστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτίση ή στο κτίσιμο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κτιστικά η αμοιβή τού κτίστη, τα εργολαβικά τών κτιστών, οι συνολικές δαπάνες για το κτίσιμο μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek
λιθουργός — λιθουργός, ὁ (Α) 1. αυτός που κατεργάζεται λίθο, λιθοξόος 2. ο γλύπτης, σε αντιδιαστολή προς τον ανδριαντοποιό που χρησιμοποιεί ορείχαλκο 3. φρ. «σιδήρια λιθουργά» εργαλεία τού κτίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + (F)οργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ… … Dictionary of Greek
μολύβδαινα — η (Α μολύθδαινα και μολίβδαινα, επικ. τ. μολυβδαίνη) 1. το τεμάχιο μολύβδου που προσδένεται στην άκρη τής ορμιάς για ταχύτερη καταβύθιση στο νερό, η μολυβήθρα 2. η στάθμη τών κτιστών, το μολύβδινο τεμάχιο που δένεται στο άκρο τού νήματος τού… … Dictionary of Greek
πατητήρι — το / πατητήριον, ΝΑ ο ληνός, κατασκευή ξύλινη ή κτιστή όπου πατιούνται τα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατῶ + επίθημα ήριον (πρβλ. ορμη τήριον] … Dictionary of Greek