Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κτίστῃ

См. также в других словарях:

  • κτιστῇ — κτιστός wrought fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιστή — κτιστός wrought fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίστη — κτίστης founder masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίστῃ — κτίστης founder masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίστηι — κτίστῃ , κτίστης founder masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • κοσμολάτρης — κοσμολάτρης, ὁ, θηλ. κοσμολάτρις, ιδος (Α) ο ειδωλολάτρης, αυτός που λατρεύει τα κτίσματα και όχι τον κτίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + λάτρης (< λάτρον «πληρωμή»] …   Dictionary of Greek

  • κτιστικός — ή, ό (AM κτιστικός, ή, όν) [κτίστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτίση ή στο κτίσιμο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κτιστικά η αμοιβή τού κτίστη, τα εργολαβικά τών κτιστών, οι συνολικές δαπάνες για το κτίσιμο μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ… …   Dictionary of Greek

  • λιθουργός — λιθουργός, ὁ (Α) 1. αυτός που κατεργάζεται λίθο, λιθοξόος 2. ο γλύπτης, σε αντιδιαστολή προς τον ανδριαντοποιό που χρησιμοποιεί ορείχαλκο 3. φρ. «σιδήρια λιθουργά» εργαλεία τού κτίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + (F)οργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ… …   Dictionary of Greek

  • μολύβδαινα — η (Α μολύθδαινα και μολίβδαινα, επικ. τ. μολυβδαίνη) 1. το τεμάχιο μολύβδου που προσδένεται στην άκρη τής ορμιάς για ταχύτερη καταβύθιση στο νερό, η μολυβήθρα 2. η στάθμη τών κτιστών, το μολύβδινο τεμάχιο που δένεται στο άκρο τού νήματος τού… …   Dictionary of Greek

  • πατητήρι — το / πατητήριον, ΝΑ ο ληνός, κατασκευή ξύλινη ή κτιστή όπου πατιούνται τα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατῶ + επίθημα ήριον (πρβλ. ορμη τήριον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»