-
1 κτεαρ
-
2 κτεατεσσιν
См. также в других словарях:
κτέαρ — κτέαρ, γεν. κτέατος, τὸ (Α) κτήμα, ιδιοκτησία («τίς γάρ σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῑσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτέαρ < *κτηαρ, με βράχυνση φωνήεντος ( η > ε ) προ φωνήεντος ( α ), < *κτηFαρ < θ. κτη τού κτώμαι (πρβλ. ἐ κτή θην) + αρ,… … Dictionary of Greek
κτέαρ — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεάτεσι — κτέαρ neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεάτεσιν — κτέαρ neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεάτεσσι — κτέαρ neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεάτεσσιν — κτέαρ neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεάτων — κτέαρ neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτέασι — κτέαρ neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτέασιν — κτέαρ neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτέατα — κτέαρ neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτέατος — κτέαρ neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)