-
1 κτοίναι
-
2 κτοῖναι
-
3 κτοίνα
A a local division, like [dialect] Att. δῆμος, township, IG12(1).694, 1033, al.; cf. κτύναι ἢ κτοῖναι· χωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ δῆμος μεμερισμένος, Hsch. (also [full] πτοίνα BCH10.261).
См. также в других словарях:
κτοῖναι — κτοῖνα a local division fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτοίνα — και κτοῑνα, ἡ (Α) επιγρ. 1. (για τις αρχαίες ελληνικές πολιτείες, συνήθ. τής Ρόδου) υποδιαίρεση τής φυλής, η οποία αναλογεί με τους δήμους τής Αττικής 2. (κατά τον Ησύχ.) «κτῡναι ἢ κτοῑναι χωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ δῆμος μεμερισμένος».… … Dictionary of Greek