-
1 κτιλευω
-
2 κτιλεύω
-
3 κτιλεύω
κτιλεύω pass., -
4 κτιλεύω
-
5 κτιλεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτιλεύω
-
6 κτιλεύεσθαι
κτῑλεύεσθαι, κτιλεύωmake tame: pres inf mp -
7 κτιλεύονται
κτῑλεύονται, κτιλεύωmake tame: pres ind mp 3rd pl -
8 κτιλεύσασθαι
κτῑλεύσασθαι, κτιλεύωmake tame: aor inf mid
См. также в других словарях:
κτιλεύω — (Α) [κτίλος] ημερώνω, δαμάζω («ποῑμναι κτιλεύονται κάπρων λεόντων τε», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
κτιλεύεσθαι — κτῑλεύεσθαι , κτιλεύω make tame pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιλεύονται — κτῑλεύονται , κτιλεύω make tame pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιλεύσασθαι — κτῑλεύσασθαι , κτιλεύω make tame aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)