Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κτητῆς

См. также в других словарях:

  • κτητῆς — κτητός that may be gotten fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιοκτήτης — ο, θηλ. ιδιοκτήτρια αυτός που έχει στην κατοχή του δική του περιουσία, ο κτήτορας κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο * + κτήτης (< κτώμαι), πρβλ. πλοιο κτήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλ. Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • πλοιοκτήτης — ο, Ν (νομ.) το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο που έχει την κυριότητα και την εκμετάλλευση ενός πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοίο + κτήτης (< κτῶμαι), πρβλ. ιδιο κτήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Στ. Ξένο] …   Dictionary of Greek

  • κτητός — κτητός, ή, όν (Α) [κτώμαι] 1. αυτός που μπορεί να αποκτηθεί από κάποιον («δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας και μαθήσεως κτητῆς οὔσης», Πλάτ.) 2. άξιος κτήσεως, επιθυμητός, αυτός τον οποίο επιθυμεί να αποκτήσει κάποιος («ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς… …   Dictionary of Greek

  • κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …   Dictionary of Greek

  • πλουτοκτησία — η, Ν η απόκτηση πλούτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + κτησία (< κτήτης < κτῶμαι), πρβλ. ιδιο κτησία, πλοιοκτησία] …   Dictionary of Greek

  • kÞē(i)-, kÞǝ(i)- (*ĝhðē(i)-) —     kÞē(i) , kÞǝ(i) (*ĝhðē(i) )     English meaning: to acquire, possess     Deutsche Übersetzung: “erwerben, Verfũgung and Gewalt worũber bekommen”     Material: O.Ind. kṣáyati “besitzt, beherrscht” (*kÞǝi̯ éti) = Av. xšayati “hat power,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»