-
1 κτητος
-
2 ακτητος
-
3 αξιοκτητος
-
4 δορικτητος
-
5 δυσκτητος
2с трудом приобретаемый, т.е. имеющий затрудненный сбыт(ἥ πραγματεία δ. διὰ τὸ πλῆθος τῶν βύβλων Polyb.)
-
6 επικτητος
2( вновь) приобретенный(οἱ ἐπίκτητοι καὴ οἱ ἀρχαῖοι φίλοι Xen.; τὰ φύσει ὄντα καὴ τὰ ἐπίκτητα Plat.; νόσος γῆρας ἐπίκτητον, τὸ γῆρας νόσος φυσική Arst.)
Αἴγυπτός ἐστι ἐ. γῆ Her. — (прибрежный) Египет есть земля приобретенная (т.е. образованная наносами Нила);τὸ ἐπίκτητον или ἥ ἐ. (sc. οὐσία) Plat. — благоприобретенное (лично нажитое) имущество;τὰ ἐπίκτητα ἔθνη Plut. — присоединенные области -
7 ευκτητος
-
8 κταομαι
ион. κτέομαι (ион. pf. ἔκτημαι, ppf. ἐκεκτήμην и κεκτήμην - ион. ἐκτήμην, fut. 3 κεκτήσομαι и ἐκτήσομαι, inf. pf. ἐκτῆσθαι, conjct. κέκτωμαι, opt. κεκτῄμην; pass. aor. ἐκτήθην; adj. verb. κτητός)1) приобретать, наживать(κτήματα, οἰκῆας Hom.; φίλους Soph.; ἑταίρους Eur.; εἰρήνην Plut.; τι διὰ χρημάτων NT.)
πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι Dem. — часто кажется, что уберечь добро труднее, чем нажить;κ. βίον ἀπό τινος Her. — извлекать средства к жизни из чего-л.;κτήσασθαί τινα πολέμιον Xen. — нажить себе врага в ком-л.;κτήσασθαι κακὸν λόγον πρός τινος Eur. — заслужить осуждение у кого-л.2) приживать, порождать(παῖδας ἐκ γυναικός Eur.)
3) (в pf., ppf., fut. 3) иметь, владеть, обладатьτὸ κεκτῆσθαι τἀγαθὰ καὴ τὸ χρῆσθαι αὐτοῖς Plat. — обладание благами и пользование ими;
ἀπειπεῖν ὅπλα μέ ἐκτῆσθαι Her. — запретить (кому-л.) иметь оружие;φωνέν βάρβαρον κεκτημένος Aesch. — говорящий на чужом языке;τινὰ σύιιμαχον κεκτημένος Eur. — имеющий кого-л. в качестве союзника;(τὰ χρήματα) καὴ κτωμένους εὐφραίνει, καὴ κεκτημένους ποιεῖ ζῆν Xen. — богатство радует приобретающих (его) и дает возможность жить обладающим (им);ἕτερον μέν τι τὸ κεκτῆσθαι τέν ἐπιστήμην, ἕτερον δὲ τὸ ἔχειν Plat. — одно дело обладать знанием, другое - иметь его (обладать - в знач. приобрести - можно и ложным знанием, а иметь, по мнению Платона, можно лишь истинное);ὅ κεκτημένος Trag. — владелец, хозяин, тж. повелитель, господин;ἥ κεκτημένη Arph. — госпожа;οἱ κτώμενοι Arst. — состоятельные люди, имущие;κτηθεῖσα Eur. — служанка, рабыня4) навлекать на себя(κακά, ὀργάν τινος Soph.; συμφοράς Eur.)
κτήσασθαι αὑτῷ θάνατον Soph. — найти (долгожданную) смерть;κτήσασθαι ἔχθραν πρός τινα Thuc. — навлечь на себя чью-л. вражду;κτήσασθαι δυσσέβειαν Soph. — навлечь на себя упрек в нечестивости;ὅ κεκτημένος τὸν φθόνον Plat. — завистник -
9 πολυκτητος
См. также в других словарях:
κτητός — κτητός, ή, όν (Α) [κτώμαι] 1. αυτός που μπορεί να αποκτηθεί από κάποιον («δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας και μαθήσεως κτητῆς οὔσης», Πλάτ.) 2. άξιος κτήσεως, επιθυμητός, αυτός τον οποίο επιθυμεί να αποκτήσει κάποιος («ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς… … Dictionary of Greek
κτητός — that may be gotten masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητά — κτητός that may be gotten neut nom/voc/acc pl κτητά̱ , κτητός that may be gotten fem nom/voc/acc dual κτητά̱ , κτητός that may be gotten fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητῶν — κτητός that may be gotten fem gen pl κτητός that may be gotten masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητόν — κτητός that may be gotten masc acc sg κτητός that may be gotten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηταῖς — κτητός that may be gotten fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητοῖς — κτητός that may be gotten masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητοί — κτητός that may be gotten masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητοῦ — κτητός that may be gotten masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητούς — κτητός that may be gotten masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητῆς — κτητός that may be gotten fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)