-
1 κτητικος
31) умеющий приобретать, способный наживать(τινος Isocr.)
2) грам. обозначающий принадлежность, притяжательный -
2 κτητικός
η, ό[ν] грам, притяжательный;-'ή αντωνυμία притяжательное местоимение
См. также в других словарях:
κτητικός — acquisitive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητικός — ή, ό (AM κτητικός, ή, όν) [κτητός] 1. αυτός που έχει τάση, διάθεση, εμπειρία ή επιτηδειότητα να αποκτά κάτι («τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων», Ισοκρ.) 2. γραμμ. αυτός που δηλώνει κτήση, που… … Dictionary of Greek
κτητικός — ή, ό στη γραμματική, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτήση, αυτός που δηλώνει κτήση: Σήμερα μάθαμε τις κτητικές αντωνυμίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτητικά — κτητικός acquisitive neut nom/voc/acc pl κτητικά̱ , κτητικός acquisitive fem nom/voc/acc dual κτητικά̱ , κτητικός acquisitive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητικώτερον — κτητικός acquisitive adverbial comp κτητικός acquisitive masc acc comp sg κτητικός acquisitive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητικῶν — κτητικός acquisitive fem gen pl κτητικός acquisitive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητικόν — κτητικός acquisitive masc acc sg κτητικός acquisitive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητικαῖς — κτητικός acquisitive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητικαί — κτητικός acquisitive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητικοῖς — κτητικός acquisitive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτητικοί — κτητικός acquisitive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)