Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κτητικός

См. также в других словарях:

  • κτητικός — acquisitive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικός — ή, ό (AM κτητικός, ή, όν) [κτητός] 1. αυτός που έχει τάση, διάθεση, εμπειρία ή επιτηδειότητα να αποκτά κάτι («τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων», Ισοκρ.) 2. γραμμ. αυτός που δηλώνει κτήση, που… …   Dictionary of Greek

  • κτητικός — ή, ό στη γραμματική, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτήση, αυτός που δηλώνει κτήση: Σήμερα μάθαμε τις κτητικές αντωνυμίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτητικά — κτητικός acquisitive neut nom/voc/acc pl κτητικά̱ , κτητικός acquisitive fem nom/voc/acc dual κτητικά̱ , κτητικός acquisitive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικώτερον — κτητικός acquisitive adverbial comp κτητικός acquisitive masc acc comp sg κτητικός acquisitive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικῶν — κτητικός acquisitive fem gen pl κτητικός acquisitive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικόν — κτητικός acquisitive masc acc sg κτητικός acquisitive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικαῖς — κτητικός acquisitive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικαί — κτητικός acquisitive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικοῖς — κτητικός acquisitive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητικοί — κτητικός acquisitive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»