-
1 κτημάτιον
-
2 κτημάτιον
κτημάτιον, τό, ein kleines Gut
См. также в других словарях:
κτημάτιον — κτημάτιον, τὸ (Α) κτηματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + υποκορ. κατάλ. ιoν] … Dictionary of Greek
κτημάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηματίοις — κτημάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)