-
1 κτηδών
-
2 κτηδών
-
3 εὐ-κτήδων
εὐ-κτήδων od. εὐ-κτήδονος, geradfaserig ( κτηδών), dah. leicht zu spalten, vom Holze, Theophr.
-
4 κτενός
κτενός, ὁ, 1) der Kamm; τριχῶν σαγηνευτῆρα, πύξινον κτένα Leon. Tar. 5 (VI, 211), u. a. Sp. – 2) am wagerechten Webstuhl das Riethblatt der Weberlade, κοσμοκόμης Philp. 18 (VI, 247), der σπάϑη am senkrechten Webstuhl entsprechend. – Auch ein Instrument der Walker, Tim. lex. – 31 die Harke, der Rechen; κηπουρικὸς κτείς, Gartenharke, Mathem.; – κτένας ἑλκητῆρας, die Egge, Phani. 4 (VI, 297). – 4) sonst heißt so noch, wegen der Aehnlichkeit mit einem Kamme, die Hand mit den auseinander gespreizten Fingern, τὰ μὲν ποδήρη καὶ χερῶν ἄκρους κτένας Aesch. Ag. 1576; vgl. aber Poll. 2, 144 u. Arist. H. A. 1, 9. – Der Rückgrat, Opp. Cyn. 1, 295. – Die vier Schneidezähne, Poll. 2, 91. – Die weibliche Schaam und die sie umgebenden Schaamhaare; Callim. frg. 308; Philodem. 21 (V, 132); Poll. 2, 174. – Die Kammmuschel; Arist. H. A. 4, 4; Archipp. bei Ath. III, 86 c; vgl. κτηδών. – Das Wort hängt vielleicht mit κεάζω zusammen.
-
5 εὐκτήδων
εὐ-κτήδων od. εὐ-κτήδονος, geradfaserig, dah. leicht zu spalten (vom Holze)
См. также в других словарях:
έκκεντρο — Κινηματικό όργανο το οποίο επιτρέπει τη μετάδοση κινήσεων, που ρυθμίζονται από οποιονδήποτε νόμο σε συνάρτηση με τον χρόνο. Ονομάζεται και εκκεντρική βαθμίδα ή, σπανιότερα, κτηδών. Ιδιαίτερα μετασχηματίζει μια ομαλή κυκλική κίνηση ενός άξονα σε… … Dictionary of Greek
ευκτήδων — εὐκτήδων, ον (Α) (για ξύλο) 1. αυτός που έχει ευθείες, ίσιες ίνες 2. αυτός που σχίζεται εύκολα, ο ευκολόσχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτηδών «ίνα τού ξύλου»] … Dictionary of Greek
κτηδόνα — η (Α κτηδών, όνος) 1. καθεμιά από τις ίνες τού ξύλου 2. καθένας από τους ομόκεντρους κύκλους τής τομής κορμού δένδρου νεοελλ. μεταλλικός οδοντωτός δίσκος που στρέφεται γύρω από άξονα, καθώς και το σύνολο τών οδοντωτών προεξοχών τής περιφέρειάς… … Dictionary of Greek
πολυκτηδών — όνος, ὁ, Α (για τον κερατοειδή χιτώνα τού οφθαλμού) αυτός που έχει πολλές στιβάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτηδών, όνος «στιβάδα τού κερατοειδούς τού οφθαλμού»] … Dictionary of Greek