-
1 κτεατίζω
κτεατίζω, sich erwerben, verschaffen; δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα Il. 16, 57; πολλὰ κτεατίσσας, der viel erworben hatte, besaß, Od. 2, 102; – auch med., ἐκτεάτισται, hat sich erworben, H. h. 2, 522; Ap. Rh. 2, 788; Maneth. 6, 677. – Davon adj. verb. κτεατιστός, Inscr. 1187 (App. Anth. 299).
См. также в других словарях:
κτεατιστός — κτεατιστός, ή, όν (Α) [κτεατίζω] επιγρ. αυτός που αποκτήθηκε, που κερδήθηκε, αποκτημένος, κερδισμένος … Dictionary of Greek