-
1 μουνάξ [2]
μουνάξ, einzeln, allein, Od. 8, 371, κτείνεσϑαι, im Ggstz von ἐν ὑσμῖνι, 11, 416.
См. также в других словарях:
κτείνεσθαι — κτείνω kill pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 μουνάξ [2]
μουνάξ, einzeln, allein, Od. 8, 371, κτείνεσϑαι, im Ggstz von ἐν ὑσμῖνι, 11, 416.
κτείνεσθαι — κτείνω kill pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)