-
1 κτίννῡμι
κτίννῡμι od. κτίνῡμι, auch κτιννύω, Nebenform zu κτείνω, Sp., wie App. B. C. 1, 71. – Bei D. C. 35, 5 steht ἀπεκτείννυσαν.
См. также в других словарях:
αποκτίννυμι — κ. κτίνυμι κ. κτιννύω αποκτείνω* … Dictionary of Greek
1 κτίννῡμι
κτίννῡμι od. κτίνῡμι, auch κτιννύω, Nebenform zu κτείνω, Sp., wie App. B. C. 1, 71. – Bei D. C. 35, 5 steht ἀπεκτείννυσαν.
αποκτίννυμι — κ. κτίνυμι κ. κτιννύω αποκτείνω* … Dictionary of Greek