-
1 κτέρας
-
2 κτέρεα
κτέρεα, τά (der nom. sing. τὸ κτέρος u. κτέρας kommt nicht vor; es ist auch wohl ein von dem vorigen verschiedenes Wort, od. wenigstens nicht mit demselben auf κτάομαι zurückzuführen, wenn auch der Zusammenhang zwischen γέρας, γδέρας, κτέρας, den Ahrens behauptet, etwas fern zu liegen scheint); Dinge, die man den Todten bei der Bestattung gleichsam als Eigenthum oder als Ehrengeschenk mitgiebt, Dinge, die dem Abgeschiedenen im Leben besonders lieb gewesen u. die man auf dem Scheiterhaufen mit ihm verbrannte; κτέρεα κτερεΐζειν begreift alles zum vollständigen, feierlichen Leichenbegängniß Gehörige in sich; σῆμά τέ οἱ χεῦαι καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερεΐζειν Od. 1, 291. 2, 222, vgl. 3, 285 Il. 24, 38;. κτερέων λαχεῖν Od. 5, 311; einzeln bei sp. D.; πολλοῖς σὺν κτερέεσσι πυρῆς ἐπέβησαν ὁμοίης Hosch. 4, 3; bei Ap. Rh. 1, 254 ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσϑείς = in Leichentücher gehüllt.
См. также в других словарях:
κτέρας — κτέρας, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) 1. κτήση, κτήμα, ιδιοκτησία 2. δώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιες παραμένουν τόσο η σύνδεση τής λ. με τον τ. κτήμα όσο και η αναγωγή της σε θ. κτερ «καίω». Ο τ. κτέρας μαρτυρείται μόνο στην ονομ. και αιτ. ενώ… … Dictionary of Greek
κτέρας — possession neut nom/voc/acc sg κτέρᾱς , κτέρεα funeral gifts masc/fem acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
хорона — хоронить, похоронить, похороны мн., укр. хоронити хранить, хоронить , блр. харанiць, ахарона охрана , др. русск. хоронити, ст. слав. хранити φυλάττειν (Остром., Клоц., Супр.), болг. храня кормлю , храна пища, еда , сербохорв. хранити, хра̑ни̑м… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ακτερής — ἀκτερής ( οῡς), ές (Α) ο ακτέριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κτερής < κτέρας «κτήμα, δώρο»] … Dictionary of Greek
διάκτορος — διάκτορος, ον (Α) 1. (επίθ. τού Ερμή) αγγελιαφόρος ή ψυχοπομπός 2. διάκονος, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που στον Όμηρο αποδίδεται στον Ερμή (πρβλ. διάκτορος Αργεϊφόντης), ενώ στους μεταγενέστερους ποιητές χαρακτηρίζει την Ίριδα και την Αθηνά. Ως… … Dictionary of Greek
επικτερεΐζω — ἐπικτερεΐζω (Α) αποδίδω νεκρικές τιμές, κηδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κτερεΐζω (< κτέρας, πληθ. κτέρεα «νεκρικά δώρα») … Dictionary of Greek
κτέρεα — κτέρεα, τὰ (Α) 1. τα νεκρικά δώρα, τα πράγματα τα οποία καίγονταν μαζί με τον νεκρό προς τιμήν του («πολλοῑς σὺν κτερέεσσι πυρῆς ἐπέβησαν ὁμοίης», Μόσχ.) 2. επικήδειες τιμές 3. τα σάβανα, τα υφάσματα με τα οποία περιτύλιγαν τον νεκρό («ἐνὶ… … Dictionary of Greek
κτέρισμα — Προσφορά προς τιμήν του νεκρού, κατά την αρχαιότητα. Η λέξη προέρχεται από την λέξη κτέρας, που σήμαινε την ιδιοκτησία ή το δώρο. Κ. ονομάζονται κυρίως τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού, τα οποία τοποθετούσαν κοντά του και μέσα στον τάφο ή… … Dictionary of Greek
νέκταρ — Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των … Dictionary of Greek