-
1 κρῑο-πρός-ωπος
κρῑο-πρός-ωπος, mit einem Widdergesicht; τὤγαλμα τοῦ Διός Her. 2, 42. 4, 181; Luc. sacrif. 14 astrol. 8.
-
2 κρῑοπρόςωπος
1 κρῑο-πρός-ωπος
κρῑο-πρός-ωπος, mit einem Widdergesicht; τὤγαλμα τοῦ Διός Her. 2, 42. 4, 181; Luc. sacrif. 14 astrol. 8.
2 κρῑοπρόςωπος