-
1 κριοειδής
κρῑο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριοειδής
См. также в других словарях:
κριοειδής — κριοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με κριό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + ειδής*] … Dictionary of Greek
1 κριοειδής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριοειδής
κριοειδής — κριοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με κριό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + ειδής*] … Dictionary of Greek