-
1 κριθοτραγος
См. также в других словарях:
σκυτοτράγος — ον, Μ αυτός που κατατρώγει, που ροκανίζει δέρματα («σκυτοτράγα κυνάρια», Μιχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + τράγος (< θ. τραγ , πρβλ. τραγ εῖν τού τρώγω), πρβλ. κριθο τράγος, συκο τράγος] … Dictionary of Greek
συκοτράγος — ον, Α αυτός που τρώει σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + τράγος (< θ. τραγ , πρβλ. τραγ εῖν, αόρ. β τού τρώγω), πρβλ. κριθο τράγος] … Dictionary of Greek