Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κρῑθο-τράγος

См. также в других словарях:

  • σκυτοτράγος — ον, Μ αυτός που κατατρώγει, που ροκανίζει δέρματα («σκυτοτράγα κυνάρια», Μιχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + τράγος (< θ. τραγ , πρβλ. τραγ εῖν τού τρώγω), πρβλ. κριθο τράγος, συκο τράγος] …   Dictionary of Greek

  • συκοτράγος — ον, Α αυτός που τρώει σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + τράγος (< θ. τραγ , πρβλ. τραγ εῖν, αόρ. β τού τρώγω), πρβλ. κριθο τράγος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»