-
1 κριτικη
-
2 κριτική
-
3 κριτικῇ
-
4 κριτική
-
5 κριτική
κριτικόςable to discern: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 κριτική
[критики] ουσ. Θ. критика.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κριτική
-
7 κριτική
[критики] ουσ θ критика. -
8 κριτική
censure -
9 κριτική
krytyka (f) rzecz. -
10 κριτική
1) criticism2) reviewΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κριτική
-
11 ασκώ κριτική
-
12 krytyka
κριτική -
13 eleştiri
κριτική, επίκριση, παρατήρηση -
14 jüri
κριτική επιτροπή, συμβούλιο -
15 tenkitçilik
κριτική, επίκριση -
16 критика
-и θ.1. κριτική•зажим -и πνίξιμο της κριτικής•
подвергать -е κριτικάρω•
строгая критика αυστηρή κριτική.
2. έλεγχος•историческая критика ιστορική κριτική (έλεγχος των ιστορικών γεγονότων)•
критика текста έλεγχος γνησιότητας κειμένου.
3. είδος φιλολογικό•театральная критика κριτική του θεάτρου•
литературная φιλολογική κριτική.
4. αθρσ. οι κριτικοί.5. παλ. κριτικό άρθρο.εκφρ.наводить -у – κάνω κριτική, κριτικάρω•не выдерживает -и – δεν αντέχει στην κριτική•ниже всякой критики – δεν αντέχει σε καμιά κριτική. -
17 критика
критик||аж ἡ κριτική:\критикаа и самокритика ἡ κριτική καί ἡ αὐτοκριτική· зажим \критикаи τό πνίξιμο τῆς κριτικής· подвергать \критикае ὑποβάλλω σέ κριτική, κριτικάρω· ниже всякой \критикаи δέν ἀντέχει καμμιά κριτική. -
18 рецензия
-и θ.κρίση, κριτική εκτίμηση, απόφανση•рецензия произведения κριτική έργου•
рецензия спектакля κριτική θεάματος•
рецензия на книгу κριτική βιβλίου (βιβλιοκρισία).
-
19 критика
1. (обсуждение, суждение) η κριτική 2 (научная проверка подлинности) о έλεγχος, η κριτική 3. (литературный жанр) η κριτική.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > критика
-
20 κριτικός
κριτικός, zum Entscheiden, Veureheiten geschickt, gehörig; ἡ κριτική, sc. τέχνη, die Kunst der Beurtheilung, Plat. Polit. 260 c 292 b u. Sp.; ὄψις γὰρ ὤτων κριτικωτέρα πᾶσιν Schol. Il. 19, 292. – Bes. ὁ κριτικός, der Beurtheiler der Sprache u. der Schriftwerke, der Kritiker; Plat. Ax. 366 e, neben γεωμέτραι u. τακτικοί; ποιημάτων καὶ ᾀσμάτων καὶ μελῶν τῶν ἀρίστων διαγνωστικός Luc. de salt. 74; ἡ κριτική, die Kritik, die Kunst der Beurtheilung der Schriftwerke, Luc. u. a. Sp. – Bei den Aerzten = entscheidend, kritisch, ἱδρώς u. ä.
См. также в других словарях:
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
κριτική — η 1. κρίση. 2. σοβαρή και αιτιολογημένη μελέτη για την αξία έργου, θεωρίας κ.ά.: Έκανε κριτική για τη θεωρία του στρουκτουραλισμού. 3. κλάδος της λογοτεχνίας που ασχολείται με την κρίση έργων του λόγου. 4. κατάκριση, έλεγχος: Η αντιπολίτευση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κριτικῇ — κριτικός able to discern fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτική — κριτικός able to discern fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κριτικός — ή, ό (AM κριτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek
φιλολογία — Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο… … Dictionary of Greek