-
1 κρᾱγέτης
-
2 κρᾱγέτης
κρᾱγέτης, ὁ, der Schreier, schreiend
См. также в других словарях:
κραγέτης — κραγέτης, ὁ (Α) αυτός που κράζει, ο φωνακλάς («κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινά, νέμονται», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κράγ τού κράζω (πρβλ. αόρ. β ἔ κραγ ον) + κατάλ. έτης (πρβλ. αλιναι έτης, ηγ έτης)] … Dictionary of Greek
κραγέται — κραγέτης screamer masc nom/voc pl κραγέτᾱͅ , κραγέτης screamer masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… … Dictionary of Greek
κραγέτην — κράζω croak aor ind act 3rd dual (homeric ionic) κραγέτης screamer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)