-
1 κρατύν
κρατύςstrong: masc acc sg -
2 κρατυντήριος
A strengthening, making firm, Hp.Mul.1.78; κρατυντήρια, τά, title of work of Democritus in support of his doctrines, S.E.M.7.136, D.L.9.47, Suid.; κρατυντήρια· κατισχύοντα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατυντήριος
-
3 κρατυντικός
κρᾰτυν-τικός, ή, όν, = foreg., κ. φάρμακα, for loose teeth, Archig. ap. Gal.12.873, v.l. in Dsc.1.30, prob.l. in Antyll. ap. Orib. 6.34.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατυντικός
-
4 κρατυντός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατυντός
-
5 κρατύντωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατύντωρ
-
6 κρατύνω
A strengthen,κ. τὰς Συρηκούσας Hdt.7.156
;τὴν πόλιν Th.1.69
;τείχη Id.3.18
;κ. τινὰ δορυφόροισι Hdt.1.98
; κ. ἑωυτὸν τῇ τυραννίδι ib. 100:—also in [voice] Med. (so only in Hom.), ἐκαρτύναντο φάλαγγας they strengthened their ranks, Il.11.215, 12.415; κρατυνάμενοι [τὴν Ἄντανδρον] Th.4.52, cf. 114;τὴν προβολήν Plu.Aem.20
; πίστεις κ. confirm their pledges, Th.3.82;σπείραισιν ἐκαρτύναντο βοείαις χεῖρας Theoc.22.80
;ἐκαρτ. μέλαθρον A.R.2.1087
;οἵ μιν.. ἐκαρτ. κεραυνῷ Id.1.510
; καρτ. τὴν αἰσυμνητείην Thrasyb. ap. D.L.1.100:—[voice] Pass., wax strong,ἔσχε τὴν βασιληΐην καὶ ἐκρατύνθη Hdt.1.13
;τείχεσιν ἐκεκράτυντο D.C.40.36
, cf. D.H.3.72;ἐν χρόνῳ κρατυνθὲν ἔθος LXX Wi.14.16
.2 harden, opp.ἁπαλύνω, τοὺς πόδας ἀνυποδησίᾳ X.Lac.2.3
, cf. Gal.4.748 ([voice] Pass.):—[voice] Pass., ὀστέα κρατύνεται consolidate, Hp.Fract.7.II rule, govern, c.gen., S.OT14, E.Ba. 660: c.acc.,ἄκρα κρατύνων Emp. 100.19
, cf. 73.2, A.Pers. 900 codd. (lyr.); (lyr.): c. acc. cogn.,κράτος κ. Id.Ag. 1471
(lyr.): abs., Id.Pr. 150 (lyr.), 404 (lyr.);τὰ πρῶτα μὲν δόρει κρατύνων, πρῶτα δ' οἰωνῶν ὁδοῖς S. OC 1314
.2 c. gen., become master, get possession of, , cf. 1059, 1161 (lyr.): c. acc., possess,λέκτρα Corinn. Supp.2.55
; βασιληΐδα τιμὰν κ. hold, exercise, E.Hipp. 1281 (lyr.), cf. A.Supp. 372 (lyr.);τὴν πολιτικὴν ἀρετήν Him.Or.14.28
.III καρτύνειν βέλεα ply, throw them stoutly, Pi.O.13.95;κ. ἐνὶ χερσὶν ἐρετμά A.R.2.332
.IV c. acc. et inf., insist that.., D.L.7.83, cf. Procl.Hyp.3.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατύνω
См. также в других словарях:
κρατύν — κρατύς strong masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AZAZEL — cuius mentio Levit. c. 16. v. 8. Iuliano Apostatae, Hebraeis, Valentinianis et Magis, daemon est. Unde Iulianus ex hoc loco Mosis conatus probare est, scripsisse hunc ὑπὲρ Α᾿ποτροπαίων, i. e. de Diis Averruncis, a Cyrillo docte refutatus in… … Hofmann J. Lexicon universale
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek