-
1 κραταιβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιβάτης
См. также в других словарях:
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
κραταιβάτης — κραταιβάτης, ου, δωρ. τ. κραταιβάτας, ὁ (Α) επιγρ. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που προχωρεί με ισχυρά βήματα, που βαδίζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει βάτης, σχοινο βάτης] … Dictionary of Greek