-
1 κραταίβιος
κρᾰταί-βῐος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίβιος
См. также в других словарях:
κραταίβιος — κραταίβιος, ον (Α) ο ισχυρός με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + βιος (< βία), πρβλ. πολύ βιος, υπέρ βιος] … Dictionary of Greek