-
1 κρᾱταί-βολος
κρᾱταί-βολος, mit Kraft geworfen, χερμάδες Eur. Bacch. 1096, v. l. κραταβόλος.
-
2 κραταίβολος
κρᾰταί-βολος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίβολος
-
3 κρᾱταίβολος
-
4 κραταιβολος
См. также в других словарях:
κραταίβολος — κραταίβολος, ον (Α) αυτός που εξακοντίζεται με ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + βολος (< βάλλω), πρβλ. ακρό βολος, ιχθύ βολος] … Dictionary of Greek