Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κρίκωσις

См. также в других словарях:

  • κρίκωσις — κρίκωσις, ἡ (Μ) [κρικούμαι] 1. το να κάνει κανείς κάτι στρογγυλό, σαν κρίκο, στρογγύλωμα, στρογγύλωση 2. ασφάλιση με κρίκο …   Dictionary of Greek

  • κρίκωσις — infibulation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίκωσιν — κρίκωσις infibulation fem acc sg κρίζω creak aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρικώσεως — κρικώσεω̆ς , κρίκωσις infibulation fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»