-
1 κρηδεμνον
τό1) головная повязка (с покрывалом для лица)(κρηδέμνῳ καλύψασθαι Hom.; κρηδέμνῳ ὑποζῶσαι τὸ στερνον Plut.)
2) преимущ. pl. зубцы городских стен(Τροίης χρήδεμνα Hom.; Θήβης κ. Hes.)
3) крышка (sc. τοῦ κρητῆρος Hom.)
См. также в других словарях:
καλλικρήδεμνος — καλλικρήδεμνος, ο, η (Α) αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα τού κεφαλιού («ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κρή δεμνος (< κρή δεμνον*), πρβλ. κυανο κρή δεμνος, λιπαρο κρή δεμνος] … Dictionary of Greek
κρήδεμνον — Κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα, το οποίο η καθεμία έδενε ανάλογα με την προτίμησή της. Συνήθως οι γυναίκες στερέωναν τα μαλλιά τους με ταινίες, τα στόλιζαν μπροστά με τον άμβυκα, τον οποίο τοποθετούσαν επάνω από το μέτωπο σαν … Dictionary of Greek
εϋκρήδεμνος — ἐϋκρήδεμνος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίο, κομψό κεφαλόδεσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρή δεμνον (< κάρα «κεφαλή» + δέω «δένω») «κεφαλόδεσμος»] … Dictionary of Greek