-
1 бульон
-
2 консервы
консервы мн. οι κονσέρβες; мясные (рыбные) \консервы οι κονσέρβες κρέατος (ψαριού)* * *мн.οι κονσέρβεςмясны́е (ры́бные) консе́рвы — οι κονσέρβες κρέατος (ψαριού)
-
3 гольевой
επ.του ψαχνού κρέατος ή εντοσθίων•гольевой вес το βάρος του καθαρού (ψαχνού)κρέατος.
-
4 κρέας
κρέας, κρέως and later κρέατος (s. Thumb 96; Meister-hans3-Schw. p. 143 [an Attic ins of 338 B.C. w. κρέατος]; Thackeray 149, 3; Soph., Lex. s.v. κρέας), τό meat (Hom.+) pl. τὰ κρέα (B-D-F §47, 1; PsSol 8:12; JosAs 10:14; Jos., Ant. 10, 261) φαγεῖν κρέα (LXX; TestJud 15:4) Ro 14:21; 1 Cor 8:13; κρέας (Gen 9:4; Just., D. 126, 6) GEb 308, 32; 34f.—B. 202. DELG. M-M. TW. -
5 κρέας
κρέας, τό, dor. auch κρῆς, nach Greg. Cor. 235; vgl. Ar. Ach. 795; Theocr. 1, 6; Sophron bei Ath. III, 87 a (sanscr. krawja, lat. caro); gen. κρέατος, att. κρέως; plur. τὰ κρέατα, Hom. gew. τὰ κρέα, nach Greg. Cor. 359 auch κρῆ; gen. κρεάτων, gew. κρεῶν, p. κρειῶν, Od. 9, 8 u. öfter; – das Fleisch, Hom. u. Folgde überall; im plur. Fleischstücke, zum Essen zubereitetes Fleisch; κρέα τ' ὀρνίϑεια κιχηλᾶν Ar. Nubb. 339; ἑφϑά Her. 3, 23; βόεια Plat. Rep. I, 338 c; τὰ σμικρὰ κρέα κατακόψαντα ἕψειν καὶ ὀπτᾶν Euthyd. 301 c; ἐγένετο ἑκάστῳ τρία κρέα ἢ καὶ πλείω Xen. Cyr. 2, 2; 1, wie Antiphan. bei Ath. IV, 130 f. – Auch = der Körper, Soph. frg. 650, Ar. Ran. 190, u. sonst in der gemeinen Umgangssprache.
-
6 κρεας
дор. κρῆς τό (gen. κρέατος - атт. κρέως; pl.: nom. κρέατα и κρέᾰ, gen. κρειῶν и κρεάων - атт. κρεῶν, dat. κρέασι - ион. κρέεσσι)1) мясо, кусок мясаκρέα ἀνάβραστα Arph. и ἑφτά Arst. — вареное мясо;
τρία κρέα Xen. — три порции мяса2) презр. «шкура»(περὴ κρεῶν ναυμαχεῖν Arph.)
3) презр. ( в обращении) человек, созданиеὦ δεξιώτατον κ.! Arph. — ах ты, хитрец из хитрецов!
-
7 консервы
мн. οι κονσέρβες (πλ) (ξεν.)фруктовые - φρούτων/οπωρικώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > консервы
-
8 мясокомбинат
το εργοστάσιο επεξεργασίας του κρέατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мясокомбинат
-
9 мясорубка
το μηχάνημα κοπής του κρέατος, η κρεατομηχανή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мясорубка
-
10 мясной
мясн||о́йприл μέ κρέας, ἀπό κρέας:\мяснойой суп ἡ κρεατόσουπα· \мяснойо́й бульон ὁ ζωμός κρέατος· \мяснойая лавка τό χασάπικο, τό κρεοπωλεῖο[ν]. -
11 на
на Iпредлог Α. с вин. и предл. п.1. (при обозначении места, на поверхности \на на вопросы куда?, где?) (ἐ)πάνω σέ, σέ, ἐπί:на столе πάνω στό τραπέζι· на стол στό τραπέζι· писать на бумаге γράφω σέ χαρτί· лежать на кровати εἶμαι ξαπλωμένος στό κρεββάτι· лечь нз диван ξαπλώνω στό ντιβάνι· рисунок на ковре σχέδιο στό χαλί·2. (при обозначении направления или местонахождения \на на вопросы куда?, где?) σέ:ехать на Кавказ πηγαίνω στόν Καύκασο· отдыхать на Волге ἀναπαύομαι στό Βόλγα· смотреть на небо κοιτάζω τόν οὐρανό· подниматься на трибуну ἀνεβαίνω στό βήμα· идти на работу πηγαίνω στή δουλειά· быть на совещании εἶμαι στή συνεδρίαση· В. с вин. п.1. (при обозначении срока, промежутка времени) γιά:на несколько дней γιά μερικές μέρες· на час γιά μιά ῶρα· нанимать на месяц νοικιάζω γιά ἕνα μήνα· уехать на зиму (на лето) φεύγω γιά ὀλο τό χειμῶνα (γιά ὀλο τό καλοκαίρι)· лекция перенесена на вторник ἡ διάλεξη ἀναβλήθηκε γιά τήν Τρίτη· отложить на конец мая ἀναβάλλω γιά τό τέλος τοῦ Μάη· на будущей неделе τήν ἄλλη ἐβδομάδα·2. (при обозначении меры, количества) σέ, γιά:купить на триста рублей ἀγοράζω γιά τριακόσια ρούβλια· на два рубля меньше (κατά) δυό ρούβλια λιγωτερο· разделить на пять частей διαιρώ σέ πέντε μέρη· делить на три мат διαιρώ διά τοῦ τρία· обед на четыре человека γεῦμα γιά τέσσερα ἄτομα· комната на двоих δωμάτιο γιά δύο ἄτομα· опаздывать на два часа ἄργώ δυό ὠρες· на сто кяломет-ров (σέ) ἐκατό χιλιόμετρα·3. (при обозначении цели, назначения) γιά, διά, σέ:деньги на ремонт χρήματα γιά τήν ἐπισκευή· на всякий случай γιά κάθε ἐνδεχόμενο· С. с предл. п.1. (при обозначении орудия или средства действия, при обозначении предмета, являющегося опорой, основанием, внутренней частью чего-л.) μέ:ехать на поезде ταξιδεύω μέ τό τραίνο· играть на гитаре παίζω κιθάρα· готовить на масле μαγειρεύω μέ βούτυρο· суп на мясном бульоне σούπα μέ ζωμό κρέατος· пальто на меху παλτό μέ γούνα· коляска на рессорах ἀμαξάκι μέ σοϋστες· развести́ на молоке διαλύω μέσα σέ γάλα·2. (во время чего-л., в течение) σέ, κατά:на каникулах στίς διακοπές· ◊ на голодный желудок μέ ἄδειο στομάχι· верить на слово δίνω πίστη στά λόγια κάποιου· на лету́ στον ἀέρα· схватывать на лету́ перен πιάνω πουλιά στον ἀέρα· читать на память ἀπαγγέλλω ἀπό μνήμης· на весь мир σ'ὅλο τόν κόσμο· сидеть на веслах κάθομαι στά κουπιά· перевести́ на греческий язык μεταφράζω στά ἐλληνικά· право на отдых δικαίωμα ἀνάπαυσης· беседа на тему συζήτηση πάνω στό θέμα· на наших глазах μπροστά στά μάτια μας· подать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω καταγγελίαν ἐναντίον κάποιου· идти на смерть ἀντιμετωπίζω τό θάνατο· идти на врага ἐπιτίθεμαι κατά τοῦ ἐχθροῦ· влиять на кого-л. ἐπιδρώ πάνω σέ κάποιον быть на стороне кого-л. εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· дыра на дыре χιλιοτρυπημένο.на IIчастица разг (возьми) νά, πόρτο:на тебе книгу νά πάρε τό βιβλίο· ◊ вот тебе (и) на! αὐτό μᾶς Ελειπε! -
12 αγορά
η1) покупка, закупка;αγορά κρέατος — покупка мяса;
2) рынок, базар;τιμή αγορας — рыночная цена;
βγάζω στην αγορά — продавить, выносить на рынок;
αγορά κατανάλωσης — рынок сбыта;
λαϊκή αγορά — распродажа товаров по низким ценам (в установленные дни и в определённых кварталах города);
ελευθέρα αγορά — чёрная биржа;
μαύρη αγορά — чёрный рынок;
3) биржевая конъюнктура;η αγορά είναι χαμηλή — акции падают (на бирже);
η
αγορά είναι χαλαρά — на бирже неустойчивость;4) центр (города, селения); торговый центр -
13 ζωμός
-
14 κρέας
το мясо; мясное блюдо;κρέας βοδινό — говядина;
κρέας πρόβειο ( — или προβατήσιο) — баранина;
κρέας από μοσχάρι — телятина;
λευκό κρέας — белое мясо (курятина, крольчатина, телятина, мясо ягнёнка и т. п.);
κρέ βραστό — отварное мясо;
' κρέ κονσέρβα — консервированное мясо;
κονσέρβα κρέατός — мясные консервы;
κρέας τηγανητό — жареное мясо;
§ τρώγω τα κρέατα μου быть вне себя (от ярости, горя);δεν πιάνει κρέας (απάνω του) — не в коня корм;
φαίνονται τα κρέατά της — она почти голая
-
15 μερίδα
[-ίς (-ίδος)] η1) см. μερδικό; 2) порция (пищи);διπλή μερίδα κρέατος — двойная порция мяса;
δώσε μου μισή μερίδα φασόλια — дай мне полпорции фасоли;
3) счёт;πέρασε το στη μερίδα μου — запиши это на мой счёт;
καταχωρίζω στη μερίδα των ζημιών — отнести в счёт убытков;
4) (политическая) группировка, партия;δεν ανήκω σε καμμιά μερίδα — я не принадлежу ни к какой политической группировке, я не принадлежу ни к какой партии;
§ λαμβάνω την μερίδα τού λέοντος — получить львиную долю
-
16 gravy
['ɡreivi]plural - gravies; noun((a sauce made from) the juices from meat that is cooking.) σάλτσα κρέατος -
17 steak
[steik](a slice of meat (usually beef) or fish (often cod) for eg frying or stewing: a piece of steak; two cod steaks.) φιλέτο(κρέατος ή ψαριού),μπριζόλα(μοσχαρίσια) -
18 бульон
-а α.ζωμός κρέατος ή λάχανων, το βραστό. -
19 вырезка
-и θ.1. απόκομμα (εφημερίδας, περιοδικού κ.τ.τ.)κομμάτι, τεμάχιο.2. φιλέτο, μπονφιλέ (μέρος κρέατος). -
20 консервы
-ов πλθ. κονσέρβες;•рыбные консервы οι κονσέρβες ψαριών•
мясные консервы κονσέρβες κρέατος.
|| ειδικά ματογυάλια (για τον ήλιο, σκόνη κ.τ.τ.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… … Dictionary of Greek
πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
εξαρτημένο ανακλαστικό — Όρος που υποδηλώνει τη δυνατότητα δημιουργίας περιβαλλοντολογικών συνθηκών, ικανών να ωθήσουν τα άτομα στην εκμάθηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Στην καθημερινότητα παρατηρούνται διάφορες μορφές συμπεριφοράς, στη βάση των οποίων… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek
σπάλα — η, Ν 1. ζωοτ. το οστό τής ωμοπλάτης 2. (τροφ. τεχνολ.) τεμάχιο βοδινού κρέατος, σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο τεμαχισμού τού σφαγίου, το οποίο έχει ως ανατομική βάση το οστό τής ωμοπλάτης 3. φρ. α) «χοιρινή σπάλα» τεμάχιο χοιρινού κρέατος το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek