-
1 λευκό-
первая часть сложных слов, означ. белый -
2 λευκό
1) blanc2) blancheur -
3 λευκό
1) białko (n) rzecz.2) biel (f) rzecz.3) wybielać czas. -
4 λευκό
1) běloba2) běloch3) bělost4) čistý -
5 λευκό
whiteΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λευκό
-
6 λευκό-πρωκτος
λευκό-πρωκτος, mit weißem Hintern, Callias bei Schol. Ar. Av. 151, = λευκόπυγος, weibisch, feig.
-
7 λευκό-πτερος
λευκό-πτερος, mit weißen Fittigen; ἁμέρα Eur. Tr. 848; Κρησία πορϑμίς Hipp. 752; auch νιφάς, Aesch. Prom. 995.
-
8 λευκό-πυῤῥος
λευκό-πυῤῥος, weißröthlich, Arist. col. 6, 3.
-
9 λευκό-πωλος
λευκό-πωλος, mit weißen Rossen, fahrend, reitend; ἡμέρα, Aesch. Pers. 378 u. Soph. Ai. 658; Τυνδαρίδαι, die Dioskuren, die immer auf weißen Rossen reitend dargestellt werden, Pind. P. 1, 66; vgl. Eur. Herc. Fur. 29 Phoen. 606; λ. τέϑριππον, ein Gespann von vier weißen Rossen, Plut. Camill. 7. Vgl. λεύκιππος.
-
10 λευκό-πεπλος
λευκό-πεπλος, mit weißem Gewande, Corinn. bei Hephaest. p. 107 u. Sp.
-
11 λευκό-πετρον
λευκό-πετρον, τό, weißer, kahler Fels, Pol. 3, 53, 5. 10, 30, 5. – Λευκοπέτρα s. nom. pr.
-
12 λευκό-πους
λευκό-πους, - ποδος, weißfüßig, Βάκχαι, mit nackten Füßen; Eur. Cycl. 72; Ar. Lys. 665; Ὀρέστης Anacr. 8, 5.
-
13 λευκό-πηχυς
λευκό-πηχυς, weißarmig, λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖσι Eur. Bacch. 1206, ἐπὶ κάρα λευκοπήχεις κτύπους χεροῖν Phoen. 1351.
-
14 λευκό-πλευρος
λευκό-πλευρος, mit weißen Seiten, Schol. Theocr. 4, 45.
-
15 λευκό-πῡρος
λευκό-πῡρος, = σεμίδαλις, Philo.
-
16 λευκό-πῡγος
λευκό-πῡγος, = λευκόπρωκτος, Alexis bei Eust. 863, 29; VLL. erkl. ἄνανδρος, vgl. Paroemiogr. App. 3, 62.
-
17 λευκό-ρειθρος
λευκό-ρειθρος, mit weißen Fluthen, Sp.
-
18 λευκό-ροδον
λευκό-ροδον, τό, die weiße Rose.
-
19 λευκό-στικτος
λευκό-στικτος, weiß gefleckt, δάμαλις, Aesch. Suppl. 350; λευκοστίκτῳ τριχὶ βαλιοὺς πώλους Eur. I. A. 221.
-
20 λευκό-στολος
λευκό-στολος, mit weißem Gewande, Orph. bei Clem. Al. str. 5, 8, p. 676 vom Mondlicht.
См. также в других словарях:
λευκο<ί>κιον — λευκο<ί>κιον, τὸ (Α) λευκό σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + οἰκίον (< οἶκος)] … Dictionary of Greek
λευκό μολύβδου — Λευκή χρωστική ουσία (πήγμα), με βάση τον ανθρακικό μόλυβδο. Είναι γνωστό και με την κοινή ονομασία στουπέτσι. Χρησιμοποιήθηκε από το απώτατο παρελθόν για τις εξαιρετικές χρωστικές του ιδιότητες, κυρίως σε πρόσμειξη με λινέλαιο. Σήμερα όμως η… … Dictionary of Greek
λευκό — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 125 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 72 χλμ. ΒΑ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. Έως το 1954 ονομαζόταν Κάτω Προστοβά. * … Dictionary of Greek
Λευκό Όρος — (γαλλ. Mont Blanc, ιταλ. Monte Bianco). Ορεινός όγκος των δυτικών Άλπεων ο οποίος καταλήγει στην ομώνυμη ψηλότερη κορυφή της ευρωπαϊκής ηπείρου (4.807 μ.), μετά την κορυφή Ελμπρούζ του Καυκάσου. Εκτείνεται στα σύνορα Ιταλίας, Γαλλίας και Ελβετίας … Dictionary of Greek
Λευκό Τείχος — Ονομασία αρχαίου τείχους, το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν χτισμένο κοντά στη Μέμφιδα της Αιγύπτου. Εκεί κατέφυγαν οι Πέρσες και οι Μήδοι και όσοι από τους Αιγυπτίους δεν είχαν επαναστατήσει εναντίον του Αρταξέρξη Α’ (5ος αι. π.Χ.), όπως… … Dictionary of Greek
κερουσίτης ή λευκό μολυβδούχο μετάλλευμα — Ορυκτό με χημικό τύπο PbCO3 (ανθρακικός μόλυβδος).Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και οι κρύσταλλοί του εμφανίζονται σε ποικίλο σχήμα (βελονοειδείς, οβελοειδείς, με ραβδώσεις κ.ά.). Σχηματίζει συχνά δεσμίδες με πυραμιδική ή πρισματική μορφή… … Dictionary of Greek
δομίτης — Λευκό πέτρωμα που ανήκει στην οικογένεια των τραχειτών και περιέχει κυρίως κρυστάλλους σανιδίνου, ανορθοκλάστου και πλαγιοκλάστων. Οι δ. είναι πλούσιοι σε τριδυμίτη και η μάζα τους είναι εύθρυπτη. Ανάλογα με τα επικρατούντα συστατικά τους… … Dictionary of Greek
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] … Wikipedia