Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λευκό

См. также в других словарях:

  • λευκο<ί>κιον — λευκο<ί>κιον, τὸ (Α) λευκό σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + οἰκίον (< οἶκος)] …   Dictionary of Greek

  • λευκό μολύβδου — Λευκή χρωστική ουσία (πήγμα), με βάση τον ανθρακικό μόλυβδο. Είναι γνωστό και με την κοινή ονομασία στουπέτσι. Χρησιμοποιήθηκε από το απώτατο παρελθόν για τις εξαιρετικές χρωστικές του ιδιότητες, κυρίως σε πρόσμειξη με λινέλαιο. Σήμερα όμως η… …   Dictionary of Greek

  • λευκό — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 125 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 72 χλμ. ΒΑ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. Έως το 1954 ονομαζόταν Κάτω Προστοβά. * …   Dictionary of Greek

  • Λευκό Όρος — (γαλλ. Mont Blanc, ιταλ. Monte Bianco). Ορεινός όγκος των δυτικών Άλπεων ο οποίος καταλήγει στην ομώνυμη ψηλότερη κορυφή της ευρωπαϊκής ηπείρου (4.807 μ.), μετά την κορυφή Ελμπρούζ του Καυκάσου. Εκτείνεται στα σύνορα Ιταλίας, Γαλλίας και Ελβετίας …   Dictionary of Greek

  • Λευκό Τείχος — Ονομασία αρχαίου τείχους, το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν χτισμένο κοντά στη Μέμφιδα της Αιγύπτου. Εκεί κατέφυγαν οι Πέρσες και οι Μήδοι και όσοι από τους Αιγυπτίους δεν είχαν επαναστατήσει εναντίον του Αρταξέρξη Α’ (5ος αι. π.Χ.), όπως… …   Dictionary of Greek

  • κερουσίτης ή λευκό μολυβδούχο μετάλλευμα — Ορυκτό με χημικό τύπο PbCO3 (ανθρακικός μόλυβδος).Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και οι κρύσταλλοί του εμφανίζονται σε ποικίλο σχήμα (βελονοειδείς, οβελοειδείς, με ραβδώσεις κ.ά.). Σχηματίζει συχνά δεσμίδες με πυραμιδική ή πρισματική μορφή… …   Dictionary of Greek

  • δομίτης — Λευκό πέτρωμα που ανήκει στην οικογένεια των τραχειτών και περιέχει κυρίως κρυστάλλους σανιδίνου, ανορθοκλάστου και πλαγιοκλάστων. Οι δ. είναι πλούσιοι σε τριδυμίτη και η μάζα τους είναι εύθρυπτη. Ανάλογα με τα επικρατούντα συστατικά τους… …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • 2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»