Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κρύψ-ιππος

См. также в других словарях:

  • πλήξιππος — και δωρ. τ. πλάξιππος, ον, Α αυτός που χτυπάει με το μαστίγιο τους ίππους, ο έμπειρος καβαλάρης (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ. β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πληξι τού πλήσσω* (πρβλ. πλήξις) + ίππος… …   Dictionary of Greek

  • κρύψιππος — κρύψιππος, ον (Α) 1. αυτός που, επειδή είναι μικρόσωμος, κρύβεται από έναν ίππο 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κρύψιππος σκωπτική ονομασία τού μικρόσωμου Χρυσίππου από τον φιλόσοφο Καρνεάδη, επειδή τον ανδριάντα τού Χρυσσίπου στον Κεραμεικό τόν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»