-
1 κρύφασος
-
2 κρύφασος
κρύφασος, ὁ, ein gewisser Wurf mit Würfeln
См. также в других словарях:
κρύφασος — κρύφασος, ὁ (Α) ρίξιμο των ζαριών, ζαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρύφ (πρβλ. κρύφα) + εκφραστικό επίθημα σος (πρβλ. κίκκα σος] … Dictionary of Greek