-
61 закрыть
-крою, -кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрытый, βρ: -крыт, -а, -о ρ.σ.μ.1. κλείνω•закрыть дверь κλείνω την πόρτα•
закрыть зонтик κλείνω το ομπρελάκι•
закрыть детей в комнате κλείνω τα παιδιά στο δωμάτιο.
|| φράζω, εμποδίζω τη διάβαση•закрыть путь κλείνω το δρόμο.
2. σκεπάζω, καλύπτω•закрыть голову платком καλύπτω το κεφάλι με το μαντήλι•
закрыть лицо руками κρύβω το πρόσωπο με τα χέρια•
туча -ла луну το σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι.
3. σταματώ•закрыть воду κλείνω το νερό•
закрыть свет σβήνω το φως•
газ κλείνω το γκάζι•
закрыть фабрику κλείνω τη φάμπρικα.
|| τελειώνω•закрыть собрание, заседание κλείνω τη συνέλευση, τη συνεδρίαση.
εκφρ.закрыть глаза, – κλείνω τα μάτια (κάνω πως δε λέπω)•закрыть двери дома (перед кем ή для кого) – κλείνω την πόρτα σε κάποιον (δεν τον δέχομαι στο σπίτι μου)•закрыть кавычки, скобки – κλείνω τα εισαγωγικά, την παρένθεση•закрыть счет – α) κλείνω το λογαριασμό, β) σταματώ την έκδοση χρημάτων.1. κλείνομαι.2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι.3. επουλώνομαι•рана -лась η πληγή έκλεισε.
-
62 замазать
ажу-ажешьρ.σ.μ.1. βάφω• αλείφω• επιχρωματίζω, επιχρείω.2. (συγ)καλύπτω, σκεπάζω, αποσιωπώ• κρύβω•замазать недостатки καλύπτω τις αδυναμίες•
замазать противоречия συγκαλύπτω τις αντιθέσεις.
3. βουλώνω με κολλώδη ουσία•замазать окна στοκάρω τα παράθυρα•
щели βουλώνω τις χαραμάδες.
4. λερώνω, πασαλείφω.εκφρ.замазать глаза кому – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (εξαπατώ επιτήδεια)•замазать рот – βουλώνω το στόμα (αποστομώνω).λερώνομαι, πασαλείφομαι. -
63 запропастить
-ащу, -астишь ρ.σ.μ.(διαλκ.) βάζω κάπου κάτι χωρίς να θυμάμαι που, κρύβω.κρύβομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι,. -
64 зарыть
-рою, -роешьρ.σ.μ.1. παραχώνω, θάβω. || (για πρόσωπο, κεφάλι) κρύβω, χώνω μέσα.2. αρχίζω να σκάβω.1. χώνομαι, κρύβομαι μέσα•зарыть в песок χώνομαι μέσα στον άμμο•
зарыть в одеяло χώνομαι μέσα στο πάπλωμα.
|| παλ. εγκατασταίνομαι σε απόκεντρο μέρος•-в деревне αποχωρώ στο χωριό.
|| αποδίδομαι εντελώς, ρίχνομαι με τα μούτρα•зарыть в книги το ρίχνω στο διάβασμα.
2. (απλ.) γίνομαι παχύδερμο• ρίχνομαι σαν το παχύδερμο. -
65 захоронить
-роню, -ронишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захороненный, βρ: -нен, -а, -оρ.σ.μ.1. θάβω, ενταφιάζω.2. (απλ.) κρύβω βαθιά, καταχωνιάζω. -
66 злоба
-ы θ.κακία, μοχθηρία, μνησικακία•питать -у против кого-н. τρέφω κακία για κάποιον•
затаить -у κρύβω την κακία.
εκφρ.злоба дня – το κύρι,ο θέμα της μέρας•на -у дня – το φλέγον ζήτημα•дышать -ой – σκάζω από το•иаио, – πνίγομαι από την οργή. -
67 истина
-ы θ.1. αλήθεια•скрывать -у κρύβω την αλήθεια•
совершенная истина καθαρή αλήθεια•
избитая истина κοινή (τετριμμένη) αλήθεια.
|| γνησιότητα, αληθοσύνη, αληθότητα.2. (φιλσ.) πραγματικότητα, πραγματική ύπαρξη•объективная « η αντικειμενική πραγματικότητα.
εκφρ.святая истина – γνήσια αλήθεια•во —у{клм\а. – κ. ρητορ.) πραγματικά•во -у прекрасная женщина – πραγματικά ωραιότατη γυναίκα. -
68 камень
-мня, πλθ. камни-ейκ. παλ. каменья, -ьев а.1. πέτρα, λιθάρι., λίθος•вымостить улицу -ем λιθοστρώνω οδό•
побиение -ями λιθοβολισμός.
|| πετράδι•драгоценный камень πολύτιμος λίθος.
2. ταφόπετρα•под сим -ем лежит тело такого-то κάτω απʹ αυτή την πέτρα είναι το σώμα του τάδε.
3. μτφ. βάρος, μεγάλη θλίψη•камень на сердце у меня лежит πέτρα μου πλακώνει την καρδιά (βαρυαλγώ)•
камень свалился с груди ή спал с сердца μού φύγε ένα βάρος από μέσα (απαλλάχτηκα από βαριά θλίψη).
4. πλθ. -и (ιατρ.) πέτρα (στα νεφρά, ουροδόχο κύστη κλπ.).εκφρ.держать - за пазухой – κρύβω πέτρα στον κόρφο (είμαι έτοιμος να βλάψω κρυφά)забросать ή закидать -ими α) πετροβολώ, λιθοβολώ, β) κατακρίνω δριμύτατα, εξαπολύω μύδρους•- ня на -не не оставить – α) δεν αφήνω πέτρα πάνω στην πέτρα (καταστρέφω ολοσχερώς), β) καταρρίπτω όλα τα επιχειρήματα• κριτικάρω αλύπητα•-ем падать, упасть – κ.τ.τ. πέφτω σαν πέτρα (βαριά)•точильный камень – ακονόπετρα, ακονόλιθος•философский камень – φιλοσοφική λίθος. -
69 кара
-ы θ.αυστηρή τιμωρία, πέλεκης•укрывать, преступника от -ы κρύβω τον εγκληματία από τον πέλεκη της δικαιοσύνης.
-
70 карта
-ы θ.1. χάρτης•географическая γεωγραφικός χάρτης•
этнографическая карта εθνογραφικός χάρτης•
политическая карта мира παγκόσμιος πολιτικός χάρτης•
карта земных полушарий χάρτης των δύο ημισφαιρίων•
морская карта ναυτικός χάρτης.
2. παλ. κατάλογος φαγητών.3. παλ. καρτ-ποστάλ.4. χαρτί, παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο•сдавать -ы μοιράζω (κάνω) χαρτιά•
играть в карты παίζω χαρτιά•
простая карта απλό χαρτί (όχι φιγούρα)•
гадать по –ам Χαρτοσκοπώ, ρίχνω τα χαρτιά•
ему везёт в -ы είναι τυχερός στα χαρτιά.
εκφρ.последняя – το τελευταίο χαρτί (τελευταία προσπάθεια ή δυνατότητα)•карта бита ή убита – χρεοκόπησε, απότυχε οικτρά (σχέδιο, σκοπός κ.τ.τ.)• раскрыть ή открыть -ы παίζω με ανοιχτά χαρτιά (δεν κρύβω τίποτε)•смешать ή спутать чьи -ы – χαλνώ τα σχέδια κάποιου•ставить жизнь на -у – παίζω τη ζωή κορόνα-γράμματα•он всё поставил на -у – αυτός τά παίξε όλα για όλα•стоять на -е – υπόκειμαι σε μεγάλο κίνδυνο. -
71 крыть
крою, кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крытый, βρ: крыт, -а, -оρ.δ. μ.1. σκεπάζω, καλύπτω•крыть кладовую соломой σκεπάζω την αποθήκη με άχυρο.
2. επενδύω, ντύνω.3. παλ. κρύβω, συγκαλύπτω.4. (χαρτπ.) τσακίζω, παίρνω, χτυπώ, νικώ•крыть короля тузом παίρνω τον παπά με τον άσσο.
5. αμ. (απλ.) χρησιμοποιείται αντί άλλου ρ. που εννοείται από τα συμφραζόμενα και προσδίνει επίταση•крой через море полным ходом! πλέε στη θάλασσα με όλη την ταχύτητα!
6. μαλώνω, επιπλήττω.εκφρ.крыть крышу – φτιάχνω τη στέγη με (υλικό)• крытьнечем δεν έχω να πώ τίποτε, δε φέρω αντίρρηση.κρύβομαι•в словах его кроется лесть στα λόγια του κρύβεται κολακεία•
что-то тут кроется κάτι κρύβεται εδώ, κάτι λάκκο έχ η φάβα που χαμογελά το λάδι.
|| καλύπτομαι, σκεπάζομαι. || επενδύομαι, ντύνομαι.(χαρτπ.) απλ. χτυπιέμαι, νικιέμαι. -
72 надёжный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. σίγουρος, βάσιμος• αξιόπιστος, πιστός•надёжный человек σίγουρος άνθρωπος•
надёжный слуга πιστός υπηρέτης•
-ая опора σίγουρο στήριγμα•
надёжный друг έμπιστος φίλος.
2. σταθερός, στερεός, γερός, εδραίος•-ые фунтаменты γερά θεμέλια.
|| ασφαλής•-ые средства ασφαλή μέσα•
спрятать в -ом месте κρύβω σε ασφαλές μέρος.
-
73 неудовольствие
-я ουδ.1. δυσαρέσκεια, κακοφαν ισμός, λύπη, θλίψη, πίκρα•к великому моему -ю προς μεγάλη μου λύπη•
выражать своё неудовольствие εκφράζω τη -δυσαρέσκεια μου•
скрывать своё неудовольствие κρύβω (δε φανερώνω) τη δυσαρέσκεια μου•
смотреть на что с -ем βλέπω κάτι με κακό μάτι.
2. παλ. παρεξήγηση, δυσαρέστηση. -
74 пазуха
-и θ.1. κόλπος, κόρφος•засунуть руку за -у (пазухаой) χώνω το χέρι στον κόρφο•
спрятать за -у κρύβω στον κόρφο•
держать кошелк за -у κρατώ το πορτοφόλι στον κόρφο•
вытащить из-за -и βγάζω από τον κόρφο.
2. παλ. κοιλότητα, λακκούβα• άντρο.εκφρ.как у Христа за -ой жить – ζω ζωή χαρισάμενη. -
75 перепрятать
-ячу, -ячешьρ.σ.μ.1. ξανακρύβω.2. κρύβω (όλα, πολλά).1. ξανακρύβομαι.2. κρύβομαι (για όλους, πολλούς). -
76 погрести
-
77 подобрать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подобранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -о.1. περισυλλέγω, περιμαζεύω, συμμαζεύω παίρνω• σηκώνω•подобрать раненых с поля сражения περισυλλέγω τους τραυματίες από το πεδίο της μάχης.
|| παίρνω μαζί μου (κάτι παρατημένο, πεταμένο). || παίρνω μαζί μου καθ οδόν (οδο ιπόρο κ.ι;τ.).2. παίρνω κρύβω συμμαζεύω•подобрать ноги συμμαζεύω τα πόδια.
|| τραβώ, σφίγγω προς τα μέσα•подобрать губы σουφρώνω τα χείλη.
|| τεντώνω•-вожжи σφίγγω (τραβώ) τα χαλινά.
3. αναδιπλώνω, ανασηκώνω, μαζεύω.4. διαλέγω επιλέγω•подобрать костюм διαλέγω κοστούμι•
подобрать клеи к замку διαλέγω κλειδί (που να ταιριάζει) για την κλείδων ιά.
|| συγκεντρώνω (το απαιτούμενο)•подобрать все материалы συγκεντρώνω όλα τα υλικά.
1. διαλέγομαι, επιλέγομαι γίνομαι, σχηματίζομαι•коллекция -лась постепенно η συλλογή έγινε βαθμηδόν.
2. κρυφοπλησιάζω.3. χώνομαι, μπαίνω, εισέρχομαι.4. σοβαροποιού-μαι, κορδώνομαι.5. συστέλλομαι, μαζεύομαι, κουβαριάζομαι.6. (απλ.) τελειώνω•мука у хозяйки уж вся -лась όλο το αλεύρι της νοικοκυράς τελείωσε πια.
-
78 прибрать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прибранный, βρ: -ран, -аκ. -а, -о.1. συγυρίζω, διευθετώ, ταχτοποιώ.2. (απο)κρύβω, χώνω, τρυπώνω, καπακώνω.3. παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι.4. παλ. εκλέγω, διαλέγω κάτι που να ταιριάζει.εκφρ.Бог -ал – αποδήμησε στον Κύριο (πέθανε).συγυρίζω, διευθετώ, τακτοποιώ•она -лась в комнате αυτή συγύρισε το δωμάτιο.
-
79 припрятать
ρ.σ.μ. κρύβω,κρύπτω. || διαφυλάσσω, αποταμιεύω. -
80 притаить
ρ.σ.μ. κρύβω• συγκρατώ•притаить дыхание κρατώ την αναπνοή (για να μη γίνω αντιληπτός).
κρύβομαι•он -лся в углу αυτός κρύφτηκε στη γωνία.
См. также в других словарях:
κρύβω — κρύβω, έκρυψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek
κρύβω — έκρυψα, κρύφτηκα, κρυμμένος 1. τοποθετώ κάτι σε μυστικό μέρος, χώνω, σκεπάζω: Πού τον έχει κρυμμένο το θησαυρό; 2. αποσιωπώ, φυλάγω κάτι μυστικό: Χρόνια μου κρυβε το αίσθημά της. 3. συγκαλύπτω, προσπαθώ να μη γίνει κάτι φανερό: Κρύβει τα χρόνια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυβῶ — κρύπτω hide aor subj pass 1st sg (attic epic doric) κρυβάζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύβω — κρύπτω hide pres subj act 1st sg κρύπτω hide pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκρύπτω — κ. κρύβω (AM ἀποκρύπτω κ. κρύβω) 1. κρύβω κάτι από κάποιον, κρατώ κρυφό 2. εμποδίζω τη θέα κάποιου, κρύβω κάτι από τα μάτια κάποιου νεοελλ. αποσιωπώ κάτι, το κρατώ μυστικό αρχ. μσν. επισκιάζω κάποιον, δείχνομαι ανώτερός του αρχ. φρ. 1. «ἀποκρύπτω … Dictionary of Greek
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek
κεύθω — (Α) (ποιητ. ρ.) 1. (κυρίως για τάφο) καλύπτω εντελώς, κατακαλύπτω, κρύβω μέσα («ὅv οὐδὲ κατθανόντα γαῑα κεύθει», Αισχύλ.) 2. (στον παρακμ.) κέκευθα περιέχω, περιλαμβάνω («ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθε», Ομ. Ιλ.) 3. έχω κάτι κρυμμένο, κρατώ κάτι κρυφό … Dictionary of Greek
επικρύπτω — ἐπικρύπτω (Α) 1. καλύπτω, κρύβω («ὅδ’ ἀνήρ χείρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.) 2. μέσ. κρύβω τον σκοπό μου («ἐπεκρύπτοντο γὰρ ὅμως ἔτι τῶν πεντακισχιλίων τῷ ονόματι», Θουκ.) … Dictionary of Greek
θάβω — και θάπτω και θάφτω (AM θάπτω) 1. τοποθετώ τον νεκρό μέσα στον τάφο, ενταφιάζω 2. κηδεύω, τιμώ τον νεκρό με επικήδειες τελετές νεοελλ. 1. κρύβω οτιδήποτε μέσα στη γη, τό σκεπάζω με χώμα («έθαψαν τα κλοπιμαία») 2. κρύβω κάτι σε μέρος ασφαλές και… … Dictionary of Greek
κατακρύπτω — (AM κατακρύπτω Α και κατακρύφω) κρύβω κάτι τελείως, κατακαλύπτω («τούς... Ἁθήνη νυκτὶ κατακρύψασα... ἐξῆγε», Ομ. Οδ.) μσν. αρχ. 1. περιβάλλω, καλύπτω («κατακρύπτει δ οὐ κόνις συγγόνων κεδνάν χάριν», Πίνδ.) 2. κρύβομαι 3. (για τους θεούς) κρύβω… … Dictionary of Greek