Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κρύβω

  • 41 прятать

    [πργιάτατ'] ρ. κρύβω

    Русско-греческий новый словарь > прятать

  • 42 скотоводничество σκαταβόντνιτσιστβα/][/*] ουσ. ο. κτηνοτροφία

    [σκράντυβατ'] ρ. κρύβω

    Русско-греческий новый словарь > скотоводничество σκαταβόντνιτσιστβα/][/*] ουσ. ο. κτηνοτροφία

  • 43 скрадывать

    [σκράντυβατ'] ρ. κρύβω

    Русско-греческий новый словарь > скрадывать

  • 44 скрывать

    [σκρυβάτ’] ρ. κρύβω

    Русско-греческий новый словарь > скрывать

  • 45 таить

    [ταίτ"] ρ. κρύβω

    Русско-греческий новый словарь > таить

  • 46 утаивать

    [ουτάιβατ’] ρ. κρύβω

    Русско-греческий новый словарь > утаивать

  • 47 запрятать

    [ζσπργιάτατ"] ρ κρύβω

    Русско-эллинский словарь > запрятать

  • 48 затаивать

    [ζατάιβατ"] ρ κρύβω μέσα μου

    Русско-эллинский словарь > затаивать

  • 49 припрятывать

    [πριπργιάτυβατ'] ρ κρύβω

    Русско-эллинский словарь > припрятывать

  • 50 прятать

    [πργιάτατ'] ρ κρύβω

    Русско-эллинский словарь > прятать

  • 51 скотоводничество σκαταβόντνιτσιστβα][/*] ουσ ο κτηνοτροφία

    [σκράντυβατ'] ρ κρύβω

    Русско-эллинский словарь > скотоводничество σκαταβόντνιτσιστβα][/*] ουσ ο κτηνοτροφία

  • 52 скрадывать

    [σκράντυβατ'] ρ κρύβω

    Русско-эллинский словарь > скрадывать

  • 53 скрывать

    [σκρυβάτ’] ρ κρύβω

    Русско-эллинский словарь > скрывать

  • 54 таить

    [ταίτ"] ρ κρύβω

    Русско-эллинский словарь > таить

  • 55 утаивать

    [ουτάιβατ’] ρ κρύβω

    Русско-эллинский словарь > утаивать

  • 56 вуалировать

    -рую, -руешь, ρ.δ.μ.
    κρύβω, καλύπτω με το πρόσχημα•

    вуалировать плохое состояние дел σκεπάζω την άσχημη κατάσταοη των υποθέσεων.

    Большой русско-греческий словарь > вуалировать

  • 57 досада

    θ.
    πείσμα, αγανάκτηση, θλιψοργή, θλίψη• πίκρα, κακό•

    выместить на ком свою -у ξεσπώ σε κάποιον•

    подавить -у πνίγω την οργή•

    скрывать свою -у κάνω τον αδιάφορο, κρύβω τη θλιψοργή•

    сдерживать -у συγκρατώ το πείσμα•

    треснуть с -ы σκάζω από το κακό μου•

    он заплакал от -ы αυτός έκλαψε από το κακό του•

    какая досада ! τι κακό!•

    что за -! τί κακό ειν' αυτό!

    Большой русско-греческий словарь > досада

  • 58 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 59 зажать

    -жму, -жмешь
    ρ.σ.μ.
    1. (συ)σφίγγω, πιέζω• (‘συν)θλίβω•

    зажать в руке σφίγγω στο χέρι•

    зажать болт σφίγγω το μπουλόνι.

    || κρατώ, κρύβω (χρήματα).
    2. βουλώνω σφίγγοντας, φράσσω, κλείνω•

    зажать нос, уши βουλώνω τη μύτη, τ’ αυτιά.

    || ζουπώ, ζουλίζω, πιέζω•

    его совсем -ли в толпе τον παραζούλισαν ατο πλήθος.

    3. μτφ. πνίγω•

    зажать критику πνίγω την κριτική•

    зажать иницити-ативу πνίγω την πρωτοβουλία.

    εκφρ.
    зажать рот – βουλώνω το στόμα.
    -жну, -жнешь
    ρ.σ.
    αρχίζω να θερίζω.

    Большой русско-греческий словарь > зажать

  • 60 закопать

    ρ.σ.μ.
    1. παραχώνω, κρύβω στη γή.
    2. γεμίζω, ισοπεδώνω•

    закопать яму γεμίζω το λάκκο.

    3. αρχίζω να σκάβω.
    1. παραχώνομαι.
    2. (απλ.) καθυστερώ, αργώ, βραδύνω.
    3. αρχίζω να σκάβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > закопать

См. также в других словарях:

  • κρύβω — κρύβω, έκρυψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

  • κρύβω — έκρυψα, κρύφτηκα, κρυμμένος 1. τοποθετώ κάτι σε μυστικό μέρος, χώνω, σκεπάζω: Πού τον έχει κρυμμένο το θησαυρό; 2. αποσιωπώ, φυλάγω κάτι μυστικό: Χρόνια μου κρυβε το αίσθημά της. 3. συγκαλύπτω, προσπαθώ να μη γίνει κάτι φανερό: Κρύβει τα χρόνια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυβῶ — κρύπτω hide aor subj pass 1st sg (attic epic doric) κρυβάζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύβω — κρύπτω hide pres subj act 1st sg κρύπτω hide pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκρύπτω — κ. κρύβω (AM ἀποκρύπτω κ. κρύβω) 1. κρύβω κάτι από κάποιον, κρατώ κρυφό 2. εμποδίζω τη θέα κάποιου, κρύβω κάτι από τα μάτια κάποιου νεοελλ. αποσιωπώ κάτι, το κρατώ μυστικό αρχ. μσν. επισκιάζω κάποιον, δείχνομαι ανώτερός του αρχ. φρ. 1. «ἀποκρύπτω …   Dictionary of Greek

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek

  • κεύθω — (Α) (ποιητ. ρ.) 1. (κυρίως για τάφο) καλύπτω εντελώς, κατακαλύπτω, κρύβω μέσα («ὅv οὐδὲ κατθανόντα γαῑα κεύθει», Αισχύλ.) 2. (στον παρακμ.) κέκευθα περιέχω, περιλαμβάνω («ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθε», Ομ. Ιλ.) 3. έχω κάτι κρυμμένο, κρατώ κάτι κρυφό …   Dictionary of Greek

  • επικρύπτω — ἐπικρύπτω (Α) 1. καλύπτω, κρύβω («ὅδ’ ἀνήρ χείρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.) 2. μέσ. κρύβω τον σκοπό μου («ἐπεκρύπτοντο γὰρ ὅμως ἔτι τῶν πεντακισχιλίων τῷ ονόματι», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • θάβω — και θάπτω και θάφτω (AM θάπτω) 1. τοποθετώ τον νεκρό μέσα στον τάφο, ενταφιάζω 2. κηδεύω, τιμώ τον νεκρό με επικήδειες τελετές νεοελλ. 1. κρύβω οτιδήποτε μέσα στη γη, τό σκεπάζω με χώμα («έθαψαν τα κλοπιμαία») 2. κρύβω κάτι σε μέρος ασφαλές και… …   Dictionary of Greek

  • κατακρύπτω — (AM κατακρύπτω Α και κατακρύφω) κρύβω κάτι τελείως, κατακαλύπτω («τούς... Ἁθήνη νυκτὶ κατακρύψασα... ἐξῆγε», Ομ. Οδ.) μσν. αρχ. 1. περιβάλλω, καλύπτω («κατακρύπτει δ οὐ κόνις συγγόνων κεδνάν χάριν», Πίνδ.) 2. κρύβομαι 3. (για τους θεούς) κρύβω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»