См. также в других словарях:
κρόκκαι — κρόκκαι, αἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κόχλακες, χαλίκια». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. κρόκη (II) «βότσαλο», εμφανίζει δε εκφραστικό διπλασιασμό τού κ ] … Dictionary of Greek
κρόκκαι — κρόκκαι, αἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κόχλακες, χαλίκια». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. κρόκη (II) «βότσαλο», εμφανίζει δε εκφραστικό διπλασιασμό τού κ ] … Dictionary of Greek