Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κρωσσός

См. также в других словарях:

  • κρωσσός — κρωσσός, ὁ (Α) 1. υδροφόρο αγγείο, στάμνα, υδρία, λαγήνα («ὁ κοῡρος ἐπεῑχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσσὸν βάψαι ἐπειγόμενος», Θεόκρ.) 2. τεφροδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεσογειακό δάνειο. Κατ άλλους είναι δάνεια λ. γερμανικής ή… …   Dictionary of Greek

  • κρωσσός — water pail masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῖο — κρωσσός water pail masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῖς — κρωσσός water pail masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῖσι — κρωσσός water pail masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῖσιν — κρωσσός water pail masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοί — κρωσσός water pail masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσοῦ — κρωσσός water pail masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσούς — κρωσσός water pail masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσέ — κρωσσός water pail masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωσσῶν — κρωσσός water pail masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»