-
1 Κρώβυλος
Κρώβυλοςroll: masc nom sg -
2 κρωβύλος
κρωβύλοςmasc nom sg -
3 κρώβυλος
κρώβυλοςroll: masc nom sg -
4 κρωβύλος
Grammatical information: m.Meaning: `roll or knot of hair on the crown of the head' (Th., X., Antiph.; on the meaning Hauser Jahresh. d. Österr. Arch. Inst. 11 Beibl. 87ff.).Other forms: Acc. after Hdn. Gr. 1, 163Derivatives: κρωβυλώδης 'κ.-like' (Luc. Lex. 13); κρωβύλη f. `hairnet' (Hdn. Gr. 1, 323, Serv. ad Aen. 4, 138).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unexplained. IE. etymologies in Bq (rejected). Semit. explanation in Lewy Fremdw. 89 (cf. Knauer Glotta 33, 116 n. 1). Rabin, Orientalia 32 (1963) 123f points to Late Bab. karballatu and Hitt. kariulli. Fur. 205 points to - ύλη as a usual Pre-Greek suffix. Cf. Gomme on Th. 1,101 and Rumf in Symbola Io. Kroll oblata 1949, 85-99.Page in Frisk: 2,30Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρωβύλος
-
5 κρώβυλος
κρώβυλ-ος (parox., v. Hdn.Gr.1.163), ὁ,A roll or knot of hair on the crown of the head, worn at Athens,κρωβύλον ἀναδούμενοι Th.1.6
, cf. Antiph.189, Sch.Ar.Nu. 980.2 nickname of the orator Hegesippus, Aeschin.3.118.3 name of a πορνοβοσκός: prov., Κρωβύλου ζεῦγος 'a precious pair', Lib.Ep.91.2, Hsch., etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρώβυλος
-
6 κρωβύλου
κρώβυλοςroll: masc gen sgκρωβύλοςmasc gen sg -
7 κρωβύλους
κρώβυλοςroll: masc acc plκρωβύλοςmasc acc pl -
8 κρωβύλων
κρώβυλοςroll: masc gen plκρωβύλοςmasc gen pl -
9 Κρωβύλου
Κρώβυλοςroll: masc gen sg -
10 Κρωβύλους
Κρώβυλοςroll: masc acc pl -
11 Κρωβύλων
Κρώβυλοςroll: masc gen pl -
12 Κρώβυλον
Κρώβυλοςroll: masc acc sg -
13 κρωβύλον
κρωβύλοςmasc acc sg -
14 κρώβυλον
κρώβυλοςroll: masc acc sg -
15 κρωβύλω
-
16 κρωβύλῳ
-
17 Κρωβύλω
-
18 Κρωβύλῳ
-
19 κόρυμβος
A uppermost point, once in Hom., νηῶν.. ἄκρα κόρυμβα high-pointed sterns of ships, Il.9.241 ( = ἄφλαστα, ἀκροστόλια, Hsch., but the meaning was disputed, Ar.Fr. 222);νεὼς κόρυμβα A.Pers. 411
, cf. E.IA 258 (lyr.);ἀφλάστοιο κόρυμβα A.R.2.601
;ἄφλαστα καὶ κ. Lyc.295
.2 the top of a hill,φεύγοντες ἐπὶ τοῦ ὄρεος τὸν κ. Hdt. 7.218
, cf. D.H.9.23;ἐπ' ἄκρον κ. ὄχθου A.Pers. 659
(lyr.).II = κρωβύλος, κ. τῶν τριχῶν Heraclid.Pont. ap. Ath.12.512c;ἀσκητὸς ἐϋσπείροισι κορύμβοις AP6.219
(Antip.), cf. Com.Adesp.1331.III cluster of the ivy fruit, κόρυμβα ἀμφὶ κρητὶ κίσσιν' ἔστεπτο prob. in Herod.8.33, cf. Corn.ND30, AP12.8 (Strat.), Plu.2.648f, Him.Or. 13.7: generally, cluster of fruit or flowers, Mosch.3.4, Nonn.D.12.224.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόρυμβος
-
20 κοσύμβη
A v.l. κορσύμβην, κοσσάμην).2 = ἐγκόμβωμα, shepherd's coat, D.Chr.72.1, EM311.5, cf. 349.45:—written [full] κοσσύμβη or [full] κόσσυμβος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοσύμβη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρωβύλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρώβυλος — roll masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρώβυλος — roll masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωβύλος — (4ος; αι. π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Άκμασε στις περιόδους της Μέσης και της Νέας κωμωδίας. Έγραψε τα έργα Απαγχομένη, Απολείπουσα και Ψευδοϋποβολιμαίος, αποσπάσματα των οποίων αναφέρονται από τον Αθήναιο. Ήταν πιθανότατα σύγχρονος του ρήτορα Υπερείδη … Dictionary of Greek
κρωβύλου — κρώβυλος roll masc gen sg κρωβύλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωβύλους — κρώβυλος roll masc acc pl κρωβύλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωβύλων — κρώβυλος roll masc gen pl κρωβύλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωβύλῳ — κρώβυλος roll masc dat sg κρωβύλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωβύλον — κρωβύλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρωβύλου — Κρώβυλος roll masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρωβύλους — Κρώβυλος roll masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)