-
1 κρυψίποθος
κρυψί-ποθος, ον,A with concealed longing, EM543.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυψίποθος
См. также в других словарях:
λυσίποθος — λυσίποθος, ον (Α) αυτός που ελευθερώνει από τον πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + πόθος (< ποθῶ), πρβλ. κρυψί ποθος, τηξί ποθος] … Dictionary of Greek
πολύποθος — ον, Μ αυτός που εκφράζει σφοδρό πόθο («ἀηδόνιν μου πολύποθον, ἐρωτικόν μου ἀηδόνιν», Διήγ. Αχιλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πόθος (πρβλ. κρυψί ποθος)] … Dictionary of Greek
κρυψίποθος — κρυψίποθος, ον (Α) αυτός που έχει κρυφούς πόθους, που κρύβει τις επιθυμίες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + πόθος (< ποθῶ), πρβλ. λυσί ποθος, τηξί ποθος] … Dictionary of Greek