-
1 κρυψί-γονος
κρυψί-γονος, heimlich geboren, Orph. H. 49, 3, vom Dionysus.
-
2 κρυψίγονος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυψίγονος
-
3 κρυψίγονος
κρυψί-γονος, heimlich geboren, vom Dionysus
См. также в других словарях:
κρυψίγονος — κρυψίγονος, ον (Α) αυτός που γεννήθηκε κρυφά, με μυστηριώδη τρόπο («κρυψίγονον μακάρων ἱερὸν θάλος», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + γονος (< γίγνομαι)] … Dictionary of Greek