-
1 κρυψίνοος
A hiding one's thoughts, dissembling, X.Cyr.1.6.27, Gal.8.362, D.C.67.1, Eun.Hist.p.254 D.; opp.παρρησιαζόμενος X. Ages.11.5
. Adv. - νως Poll.4.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυψίνοος
-
2 κρυψινόους
κρυψίνοοςhiding one's thoughts: masc /fem acc plκρυψίνουςhiding one's thoughts: masc /fem acc pl -
3 κρυψίνοοι
κρυψίνοοςhiding one's thoughts: masc /fem nom /voc plκρυψίνουςhiding one's thoughts: masc /fem nom /voc pl -
4 κρυψίφρων
A = κρυψίνοος, Eust.1574.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυψίφρων
См. также в других словарях:
κρυψινόους — κρυψίνοος hiding one s thoughts masc/fem acc pl κρυψίνους hiding one s thoughts masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυψίνοοι — κρυψίνοος hiding one s thoughts masc/fem nom/voc pl κρυψίνους hiding one s thoughts masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek