-
1 κρυφα
-
2 κρυφά
επίρρ. секретно; тайно, тайком;§ ζω κρυφά απ' το θεό — жить тихо, незаметно
-
3 κρύφα
тайно, скрытно -
4 κρυφά
[крифа] επίρ тайно, тайком. -
5 διεκπιπτω
(aor. 2 διεξέπεσον)1) падать сквозь, проваливаться(τῶν στενοτέρων πόρων Plut.)
2) выходить, прорываться3) убегать, ускользать(κρύφα Plut.; εἰς Θήβας Diod.)
-
6 κρυφη
или κρυφῆ, дор. κρῠφᾷ adv. тайком, втайнеκ. κεύθειν (τὸ ἔργον) Soph. — сохранить замысел втайне;
τὰ κ. γενόμενα ὑπό τινος NT. чьи-л. — тайные дела -
7 απόσκεπα
επίρρ.1) без покрывала, с непокрытой голо- вой; 2) открыто, явно, очевидно; 3) тайком, скрыто;κρυφά κι' απόσκεπα — шито-крыто
-
8 φεύγω
(αόρ. έφυγα) 1. αμετ.1) бежать; убегать, удирать;φεύγω στα τέσσερα — бежать без оглядки;
2) уходить; уезжать;θα φύγω απ' αυτή τη δουλειά я уйду с этой работы; πρίν (να) φύγω перед уходом;φεύγω αλά γαλλικά — незаметно уйти; — уйти по-английски;
φεύγω με τρόπο — незаметно удалиться, скрыться;
φεύγω κρυφά — ускользнуть, уйти тайком;
όπου φύγει φύγει! спасайся, кто может!;φύγε (или φεύγ') απ' εδώ! вон отсюда!; φύγε απ' εμπρός μου! убирайся с глаз моих!; 3) перен. вырваться (о словах и т. п.); κοίταξε μη σού φύγει κανένας λόγος смотри не проговорись; 4) перен. бежать, пролетать (о времени); 2. μετ. избегать (чего-л.); избавляться (от чего-л.);φεύγω τον κίνδυνον — избежать опасности;
τό πεπρωμένον φυγείν αδύνατο от судьбы не уйдёшь
См. также в других словарях:
κρύφα — (AM) επίρρ. χωρίς να τό γνωρίζει κάποιος, κρυφά, μυστικά («οἱ δέ ὑπέσχοντο μὲν κρύφα τῶν Ἀθηναίων καὶ ἔμελλον», Θουκ.) αρχ. 1. μυστικά 2. σκοτεινά, συγκαλυμμένα, ασαφώς («οὐδὲ κρύφα καὶ δι αἰνιγμάτων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ τού κρύπτω… … Dictionary of Greek
κρυφᾶ — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφᾷ — indeclform (adverb) κρυφῇ secretly doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύφα — without the knowledge of indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφά — (I) (Μ κρυφά) βλ. κρυφός. (II) κρυφᾷ (Α) επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. κρυφή … Dictionary of Greek
κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek
εξυφάπτω — ἐξυφάπτω (AM) ανάβω κρυφά, βάζω φωτιά κρυφά … Dictionary of Greek
επιβουλεύω — και επιβουλεύομαι (AM ἐπιβουλεύω) μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι κρυφά για να βλάψω κάποιον («επιβουλεύεται τη ζωή μου») αρχ. 1. μηχανορραφώ εναντίον κάποιου 2. ετοιμάζω κάτι κρυφά 3. είμαι επιβλαβής 4. θέτω κάτι ως σκοπό μου, αποβλέπω σε κάτι.… … Dictionary of Greek
καθυποκλέπτω — (Μ) (επιτατ. τού υποκλέπτω) 1. κλέβω κάτι κρυφά 2. κάνω κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπό κλέπτω] … Dictionary of Greek