-
1 κρυσταλλοειδως
См. также в других словарях:
κρυσταλλοειδῶς — κρυσταλλοειδής like ice adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλοειδής — ές (AM κρυσταλλοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή έχει τις ιδιότητες τού κρυστάλλου («κρυσταλλοειδὴς ἴασπις», Διοσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να πάθει κρυστάλλωση, επιδεκτικός κρυσταλλώσεως 2. χημ. το ουδ. ως ουσ. το κρυσταλλοειδές… … Dictionary of Greek