-
1 κρούσμα
-
2 κροῦσμα
-
3 κροῦσμα
κροῦσμα, τό, = κροῦμα; Ath. IV, 183 e; κιϑάρης κρούσματα Δηλιάδος Agath. 25 (V, 292).
-
4 κροῦσμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροῦσμα
-
5 κρούσμα
τό1) мед., тж. перен. случай; κρούσματα ιλαρας случаи кори; κρούσματα αυτοκτονίας (καταχρήσεων) случаи самоубийства (злоупотреблений); 2) призрак; привидение -
6 κρούσμα
[крузма] ουσ ο падёж. -
7 κρούσμα
olay, kaza -
8 κρούσμα
cas -
9 πρός-κρουσμα
πρός-κρουσμα, τό, = πρόςκρουμα; neben ἔχϑρα, Dem. 54, 3; Plut. non posse 29.
-
10 κροῦμα
A beat, stroke, Ar.Ec. 257 (sens. obsc.):— also [full] κροῦσμα AP6.27 (Theaet.), Poet.de herb. 121, Porph.Abst.1.43; κρούσμασι καὶ στρέμμασι blows and sprains, Paul.Aeg.3.78, cf. Poll.2.199.2 sound produced by striking stringed instruments with the plectron, note,κρούεται τὰ κρούματα.., τὰ μὲν ἄνω, τὰ δὲ κάτω Hp. Vict.1.18
, cf. Ar.Th. 120 (lyr.), Pl.R. 333b, Min. 317d, etc.;τὸ πόημα οὐχ ὡς τερέτισμα καὶ κ. νοοῦμεν Phld.Po.2p.228H.
; also of wind instruments,κρούματα τὰ αὐλήματα καλοῦσιν Plu.2.638c
, cf. Poll.4.83, 7.88;σαλπιστικὰ κ. Id.4.84
;τοιαῦτα.. νιγλαρεύων κ. Eup.110
;αὐλεῖ.. σαπρὰ κ. Theopomp.Com.50
; ἡ τοῦ κρούματος ἁρμονία the melody (on the pan-pipes), Ach.Tat.8.6, cf.APl.1.8 (Alc. Mess.); so, musical air, melody, BGU1125.4 (i B. C.);ᾠδαὶ καὶ κ. Jul.Or.2.49d
:—also [full] κροῦσμα, AP5.291.8 (Agath.). -
11 πρός-κρουμα
πρός-κρουμα, τό, auch - κρουσμα, Anstoß, eigtl. u. übtr., bes. das, wodurch man einem Andern Anlaß zur Unzufriedenheit, zur Feindschaft giebt, auch die Mißhelligkeit od. Feindschaft selbst, Plut. de sanit. tuend. p. 408 u. a. Sp.
-
12 κροῦμα
κροῦμα, τό, das Geschlagene, der durch Schlagen, Stampfen u. dgl. hervorgebrachte Schall; bes. das auf Saiteninstrumenten, die mit dem Plektron geschlagen werden, gespielte Tonstück; Ar. Thesm. 126; κρούματα ἐν λύρᾳ Plat. Alc. I, 107 a; Sp., wie Luc. Nigr. 15. – Bei Poll. 7, 88 auch κρούματα τὰ ἐν αὐλητικῇ u. 4, 84 σαλπιστικά; also übh. das auf einem Instrument Vorgetragene, = αὔλημα, Plut. Symp. 2, 4. – Im obscönen Sinne Ar. Eccl. 257. – S. auch κροῠσμα.
-
13 προσκρουσμα
-
14 κρουσμάτων
κροῡσμάτων, κροῦσμαbeat: neut gen pl -
15 κρούσμασι
κρού̱σμασι, κροῦσμαbeat: neut dat pl -
16 κρούσμασιν
κρού̱σμασιν, κροῦσμαbeat: neut dat pl -
17 κρούσματα
κρού̱σματα, κροῦσμαbeat: neut nom /voc /acc pl -
18 κρούσματι
κρού̱σματι, κροῦσμαbeat: neut dat sg -
19 κρούσματος
κρού̱σματος, κροῦσμαbeat: neut gen sg -
20 παράκρουσμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράκρουσμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κροῦσμα — beat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρούσμα — το (AM κροῡσμα, Α και κροῡμα) [κρούω] νεοελλ. 1. κάθε περίπτωση ατόμου που προσβάλλεται από εμφανιζόμενη μολυσματική νόσο, ιδίως επιδημική, η προσβολή («ένα ακόμη κρούσμα ηπατίτιδας εμφανίστηκε στο σχολείο μας») 2. καθεμιά από τις παραβάσεις τού… … Dictionary of Greek
κρούσμα — το, ατος 1. κάθε περίπτωση προσβολής ατόμου από κάποια επιδημική ασθένεια: Σημειώθηκαν δύο κρούσματα χολέρας. 2. κάθε παράβαση του ποινικού ή και του άγραφου ηθικού νόμου, και μάλιστα όταν οι περιπτώσεις αυτές είναι αλλεπάλληλες: Έχουμε πολλά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρουσματικός — ή, ό (Α κρουσματικός και κρουματικός, ή, όν) [κρούσμα] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρούσμα νόσου αρχ. κρουματικός* … Dictionary of Greek
Semantron — The semantron (Greek: σήμαντρον) or semanterion (σημαντήριον); also called a xylon (ξύλον) (Romanian: toacă ; Russian: било, bilo ; bg. клепало, klepalo ) is a percussion instrument made of a long, well planed piece of timber, usually heart of… … Wikipedia
κρουσματώ — κρουσματῶ, έω (Μ) [κρούσμα] 1. (μτβ.) κρούω το σήμαντρο για έγερση 2. (αμτβ.) (για ξύλινο σήμαντρο) αποδίδω κρότο, παράγω ήχο λόγω κρούσεως («κρουσματοῡντος τοῡ ξύλου», Θεόδ. Στουδ.) … Dictionary of Greek
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
τρίκρουσμα — τὸ, Μ τριπλό χτύπημα τού σημάντρου μονής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κροῦσμα «πλήγμα, χτύπημα» (< κρούω)] … Dictionary of Greek
Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής — Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.), με καταγωγή από τις Σκανδιναβικές χώρες (όπου είναι γνωστό με τον όρο Ombudsman), το οποίο έχει σκοπό τον έλεγχο των άλλων οργάνων της ΕΕ. Στον Ε.Δ. μπορεί να προσφύγει κάθε φυσικό (πολίτες) ή νομικό πρόσωπο … Dictionary of Greek
κρουσμάτων — κροῡσμάτων , κροῦσμα beat neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρούσμασι — κρού̱σμασι , κροῦσμα beat neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)