-
1 κρουμα
- ατος τό1) удар, толчок Arph.2) pl. бряцание, игра(ἐν λύρα Plat.)
3) мелодия, песня, напев(κρούματα ἐπὴ τὰ μέλη Plat.; κρούματα καὴ ᾄσματα Luc.)
-
2 ευρυθμος
-
3 τερετισμα
- ατος τό1) досл. щебетание, перен. бренчание, бряцание(κρούματά τε καὴ τερετίσματα Luc.; φορμίγγων τερετίσματα Anth.)
2) пустой звук, слово без смысла Arst.
См. также в других словарях:
κρούματα — κρού̱ματα , κροῦμα beat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρούμα — κροῡμα, τὸ (Α) [κρούω] 1. κρούση, χτύπημα 2. τόνος ή νότα που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ δίκαιος ἀμείνων κοινωνὸς τοῡ κιθαριστικοῡ, ὥσπερ ό κιθαριστικὸς τοῡ δικαίου εἰς κρουμάτων;», Πλάτ. β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα»,… … Dictionary of Greek
CRUMATA — apud Martialem, l. 6. Epigr. 71. v. 1. Edere lascivos ad Betica crumata gestus. Et Gaditanis ludere docta modis. Alii, Crusmata, Graece κρούματα, tympanorum sunt et cymbalorum pulsus, cum digitorum crepitu, cuiusmodi saltationes Hispanis hodieque … Hofmann J. Lexicon universale
τερέτισμα — το, ΝΑ [τερετίζω] 1. (για χελιδόνι, αηδόνι και τζιτζίκι) κελάηδημα, ιδίως τρεμουλιαστό 2. απομίμηση τής φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού νεοελλ. σιγανό τραγούδι αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) στον πληθ. τερετίσματα «τὰ τῆς κιθάρας κρούματα» β) «ᾠδὴ… … Dictionary of Greek