-
1 κρουτεῖται
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρουτεῖται
-
2 κρυφάδην
κρυφ-άδην, [dialect] Boeot. [full] κρουφάδαν, = foreg., Corinn.Supp.2.59:—also [suff] κρυφ-άδις, Hdn.Gr.1.512; [suff] κρυφ-άδεια, ib. 496.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυφάδην
См. также в других словарях:
κρυφάδην — και κρυφάδις και βοιωτ. τ. κρουφάδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφα + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. νομ άδην, τροχ άδην)] … Dictionary of Greek