-
1 κρουνῖτις
κρουνῖτις, ιδος, ἡ, Νύμφαι, Quellnymphen, Orph. H. 50, 9.
-
2 κρουνῖτις
κρουνῖτις, ιδος, ἡ, Νύμφαι, Quellnymphen -
3 κρουνίτιδες
κρουνί̱τιδες, κρουνῖτιςof springs: fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
κρουνίτιδες — κρουνί̱τιδες , κρουνῖτις of springs fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)