-
1 κρουνείον
-
2 κρουνεῖον
-
3 κρουνεῖον
-
4 κρουνεῖον
κρουνεῖον, τό, eine Art Trinkgeschirr -
5 κρουνεῖον
κρουν-εῖον, τό, kind ofGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρουνεῖον
-
6 κρουνεί'
-
7 κρουνεῖ'
-
8 κρουνεία
-
9 κρουνεῖα
См. также в других словарях:
κρουνείον — κρουνεῑον, τὸ (Α) [κρουνός] είδος ποτηριού … Dictionary of Greek
κρουνεῖον — drinking vessel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνεῖα — κρουνεῖον drinking vessel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνία — κρουνία, ἡ (Α) [κρουνός] κρουνείον* … Dictionary of Greek
κρουνός — ο (AM κρουνός) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση 2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek
ԱՌԱՍՏԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0293 Chronological Sequence: Unknown date գ. κρουνός, κρουνείον, ψυκτήρ fons saliens, genus poculi, vas refrigeratorium Անօթ գինւոյ, կամ ըմպանակ ʼի ձեւ աղբերականց այլ եւ այլ խողովակօք կամ ծորակօք. շատրուանի պէս շինած գինիի աման,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κρουνεῖ' — κρουνεῖα , κρουνεῖον drinking vessel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)