Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κρουνεῖον

См. также в других словарях:

  • κρουνείον — κρουνεῑον, τὸ (Α) [κρουνός] είδος ποτηριού …   Dictionary of Greek

  • κρουνεῖον — drinking vessel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουνεῖα — κρουνεῖον drinking vessel neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουνία — κρουνία, ἡ (Α) [κρουνός] κρουνείον* …   Dictionary of Greek

  • κρουνός — ο (AM κρουνός) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση 2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)… …   Dictionary of Greek

  • ԱՌԱՍՏԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0293 Chronological Sequence: Unknown date գ. κρουνός, κρουνείον, ψυκτήρ fons saliens, genus poculi, vas refrigeratorium Անօթ գինւոյ, կամ ըմպանակ ʼի ձեւ աղբերականց այլ եւ այլ խողովակօք կամ ծորակօք. շատրուանի պէս շինած գինիի աման,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κρουνεῖ' — κρουνεῖα , κρουνεῖον drinking vessel neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»