Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κροτησμός

См. также в других словарях:

  • κροτησμός — κροτησμός, ὁ (Α) κρότος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροτώ + επίθημα ησμός (πρβλ. ορχ ησμός, χρ ησμός)] …   Dictionary of Greek

  • κροτησμοῦ — κροτησμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»