Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κρονόληρος

См. также в других словарях:

  • Κρονόληρος — old twaddler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρονόληρος — ό (AM κρονόληρος) φλύαρος ή ξεμωραμένος γέρος («κρονόληρος καὶ σοροδαίμων ἐστί», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος γέρος» + λῆρος «ανόητος»] …   Dictionary of Greek

  • κρονόληρος — ο ξεκουτιάρης γέρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κρονόληρον — Κρονόληρος old twaddler masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… …   Dictionary of Greek

  • παραγηρώ — άω, Α φθάνω σε βαθιά γεράματα, ξεμωραίνω λόγω γήρατος, καταντώ κρονόληρος («ὥσπερ παραγεγηρακὼς ἤ παρανοιας ἑαλωκώς», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γηρῶ (βλ. λ. γήρας)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»