-
1 σορο-δαίμων
σορο-δαίμων, ονος, ὁ, Spottname eines Alten, der schon mit einem Fuße im Grabe steht, wie σορέλλη; Phryn. in B. A. 63 ὁ ἄξιος ἐν σορῷ δαίμων εἶναι δι' ὑπερβολὴν γήρους; Plut. de educ. lib. 18 neben κρονόληρος.
-
2 χρονό-ληρος
χρονό-ληρος, f. l. für κρονόληρος.
-
3 Κρόνιος
Κρόνιος, Κρονόληρος u. ä., s. nom. pr.
См. также в других словарях:
Κρονόληρος — old twaddler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρονόληρος — ό (AM κρονόληρος) φλύαρος ή ξεμωραμένος γέρος («κρονόληρος καὶ σοροδαίμων ἐστί», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος γέρος» + λῆρος «ανόητος»] … Dictionary of Greek
κρονόληρος — ο ξεκουτιάρης γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρονόληρον — Κρονόληρος old twaddler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek
λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… … Dictionary of Greek
παραγηρώ — άω, Α φθάνω σε βαθιά γεράματα, ξεμωραίνω λόγω γήρατος, καταντώ κρονόληρος («ὥσπερ παραγεγηρακὼς ἤ παρανοιας ἑαλωκώς», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γηρῶ (βλ. λ. γήρας)] … Dictionary of Greek