-
1 κροκωτίδιον
κροκωτίδιον, τό, dim. zu κροκωτός, Ar. Lys. 47 Eccl. 332.
-
2 κροκωτιδιον
(ῐδ) τό плащ шафранного цвета Arph. -
3 κροκωτίδιον
κροκωτίδιονneut nom /voc /acc sg -
4 κροκωτίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκωτίδιον
-
5 κροκωτίδια
κροκωτίδιονneut nom /voc /acc pl -
6 κροκώτιον
κροκ-ώτιον, τό,A = κροκωτίδιον, Poll.7.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκώτιον
См. также в других словарях:
κροκωτίδιον — κροκωτίδιον, τὸ (Α) [κροκωτός] μικρός κίτρινος χιτώνας («τα κροκωτίδια και τά μύρα», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κροκωτίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκωτίδια — κροκωτίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκώτιον — κροκώτιον, τὸ (Α) [κροκωτός] κροκωτίδιον … Dictionary of Greek